Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Ενίοτε, μικρές παραδοχές συνιστούν μεγάλες αλήθειες. Δύο από αυτές εντοπίζονται στα ψιλά γράμματα της πολυσυζητημένης έκθεσης του ΔΝΤ.
Πρώτον, η φάση της ανάκαμψης από ένα υφεσιακό σοκ δεν συμβαδίζει με υψηλούς φόρους που καταπνίγουν την οικονομία. Δεύτερον, το εγχείρημα της αύξησης των επενδύσεων είναι ανέφικτο χωρίς τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Η ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα παραμένει αδύναμη και η παραγωγικότητα νωθρή, μαζί με τους μισθούς, εν μέσω υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης. Το ΔΝΤ περιγράφει τον αντίκτυπο των δυσβάσταχτων φόρων και εισφορών στην ελληνική οικονομία, συστήνοντας την αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής ως προϋπόθεση για τη βιώσιμη ανάκαμψη. Χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό μια μορφή εξίσωσης η οποία στην Ελλάδα ισχύει μόνο διά του αντιθέτου: Διεύρυνση της φορολογικής βάσης + Καλύτερη στόχευση και διαρθρωτική μείωση των δαπανών = Χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές και ανάπτυξη.
Είναι αλήθεια ότι οι στόχοι για παρατεταμένα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα με ευθύνη των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, που πάντως φροντίζουν να αποπληρωθεί το χρέος στους πολίτες τους, διαμορφώνουν εξ ορισμού ένα ασφυκτικό δημοσιονομικό πλαίσιο. Όμως η κυβέρνηση «καίει» το επιχείρημα και μάλλον προδίδει τη ροπή της όταν εθελοντικά και με συνέπεια δημιουργεί υπερπλεονάσματα, εν είδει τερατογένεσης, στο όνομα ενός ισχυρού και απαιτητικού κράτους, που τελικά υπονομεύει αντί να ευεργετεί την πραγματική οικονομία.
Μέσα σε όλα αυτά, η Ελλάδα συνεχίζει με σαφώς χαμηλότερες επιδόσεις σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης στους δείκτες ανταγωνιστικότητας και έτσι στερείται ευκαιριών για την προσέλκυση επενδύσεων. Η έκθεση του ΔΝΤ συνοψίζει τις αδυναμίες της χώρας στο πεδίο του επενδυτικού περιβάλλοντος και συστήνει στην κυβέρνηση να ανεβάσει ταχύτητα στις αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες κρίνουν εν πολλοίς το στοίχημα της ανάπτυξης.
Το «τρισκατάρατο» ΔΝΤ αποδεικνύεται τελικά (χωρίς να το θέλει) ο πιο συνεπής σύμμαχος της Ελλάδας (χωρίς να το γνωρίζει). Δεν είναι οι πιέσεις που ασκεί για μια πιο γρήγορη και δραστική ελάφρυνση του χρέους. Είναι κυρίως η ανάδειξη ενός μίγματος οικονομικής πολιτικής πιο φιλικού στις επενδύσεις και την απασχόληση.
Κόντρα στις απαιτήσεις της Ευρωζώνης για σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία, κόντρα στον ζήλο της ελληνικής κυβέρνησης για αχαλίνωτη φορολόγηση.