Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Είναι ένα τρίμηνο που σίγουρα δεν θέλει να θυμάται... Ο λόγος για τον μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό όμιλο της Γερμανίας, την Deutsche Bank, η αμερικανική θυγατρική της οποίας έμεινε μετεξεταστέα στον δεύτερο γύρο των stress tests που διενήργησε η ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ.
Μέσα σε 90 ημέρες, η γερμανική τράπεζα αντικατέστησε τον διευθύνοντα σύμβουλό της, δεσμεύθηκε να προχωρήσει σε περικοπές χιλιάδων θέσεων εργασίας, «είδε» την πιστοληπτική της ικανότητα να υποβαθμίζεται και τη μετοχή της να βουλιάζει σε νέα βάθη. Και τώρα, η αποτυχία της στα stress tests της Fed αποτελεί το τελευταίο «χτύπημα», αν και αναμενόμενο.
Εδώ και τρία έτη η Deutsche Bank έχει πάψει να είναι κερδοφόρος. Οι εκτιμήσεις για τα έσοδα και την κερδοφορία της έχουν επιδεινωθεί από τα τέλη Μαρτίου, και όχι μόνο λόγω των προβλημάτων που σχετίζονται με τον ίδιο τον πιστωτικό όμιλο. Η προσπάθειά της να εξυγιάνει τον ισολογισμό της, αξίας 1,8 τρισ. δολαρίων, καθίσταται αρκετά δύσκολη, όταν τα επιτόκια στην Ευρωζώνη αναμένεται να παραμείνουν στα σημερινά χαμηλά επίπεδα τουλάχιστον έως το καλοκαίρι του 2019 -άλλωστε η Μπούντεσμπανκ είχε επανειλημμένως ζητήσει πιο αυστηρή νομισματική πολιτική στην Ευρωζώνη- και όταν οι εμπορικοί δασμοί βαραίνουν την οικονομία της μεγαλύτερης οικονομίας στην Ευρώπη. Και τα πράγματα, όπως προειδοποιούν αναλυτές, θα πάνε πολύ χειρότερα, εάν οι επιδόσεις της τράπεζας συνεχίσουν σε φθίνουσα πορεία και δεν υπάρξουν ριζικές αλλαγές από το μάνατζμεντ. Οι ίδιοι αναλυτές θεωρούν ότι η τράπεζα έχει πληθώρα επιλογών για να αλλάξει τις τύχες της, όχι όμως χωρίς κόστος και με την προϋπόθεση να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος. Ένα αρκετά «εμψυχωτικό» σενάριο που έχει προταθεί από αναλυτές είναι η συρρίκνωση κατά το ήμισυ της επενδυτικής τραπεζικής της και η μείωση των εσόδων στα 22 από 27 δισ. ευρώ, κάτι που θα φέρει και μείωση κόστους. Αυτό όμως συνεπάγεται μια πολύ πιο συντονισμένη δράση από πλευράς μάνατζμεντ, διαφορετικά θα χάσει μερίδιο αγοράς και ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Γιατί, όπως έδειξαν τα πράγματα, οι μέχρι τώρα υποσχέσεις για αναδιάρθρωση έχουν πέσει στο κενό.