Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Για τη μεσογειακή ιχθυοκαλλιέργεια και την Ελλάδα πιο συγκεκριμένα, προβλέπεται με ορίζοντα το 2030 διπλασιασμός της παραγωγής προκειμένου να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση, αλλά και να διατηρήσει τη θέση της σε διεθνές επίπεδο. Ο όγκος της παραγωγής εκτιμάται πως μπορεί να φτάσει σχεδόν τους 230.000 τόνους, αξίας 1,2 δισ. ευρώ. Η εξωστρέφεια του κλάδου θα ενισχυθεί περισσότερο (85% - 90%) και ο όγκος των εξαγωγών θα ξεπεράσει τους 200.000 τόνους με αξία πρώτης πώλησης άνω του 1 δισ. ευρώ. Αναμένεται να δημιουργηθούν έως και 3.000 νέες θέσεις εργασίας. Την περίοδο, ωστόσο, 2012 - 2016 λόγω της εν εξελίξει διαδικασίας αναδιάρθρωσης των μεγαλύτερων επιχειρήσεων του κλάδου, αλλά και της γενικότερης χρηματοπιστωτικής κρίσης της χώρας, ο κλάδος εφάρμοσε μια στρατηγική σταθεροποίησης και βελτιωμένης κερδοφορίας και όχι αύξησης της παραγωγής. Το αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής ήταν να μειωθεί η παραγωγή κατά 11%, διατηρώντας όμως την αξία πωλήσεων στο ίδιο επίπεδο.
Κατά την περσινή χρονιά ωστόσο και μετά από τις κινήσεις εξορθολογισμού των δύο προς πώληση εταιρειών, η εγχώρια ιχθυοκαλλιέργεια έβγαλε καλή ψαριά, με τις εκτιμήσεις του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών, όπως παρουσιάζονται στην 3η ετήσια έκθεσή του, να αναφέρουν ότι η παραγωγή του 2017 θα ανέλθει στους 110.000 τόνους, αξίας άνω των 590 εκατ. ευρώ, αυξημένη κατά περίπου 5% έναντι του 2016.
Ο ρυθμός ανάπτυξης της περσινής χρονιάς αναμένεται να διατηρηθεί και για την επόμενη πενταετία. Ταυτόχρονα, η τοποθέτηση γόνου «δείχνει» περαιτέρω αύξηση και για το 2018 σε περίπου 117.000 τόνους.
Όσον αφορά τις εξαγωγές, σύμφωνα με τα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου του 2017 καταγράφεται ήδη 14% επιπλέον αύξηση των εξαγωγών σε σχέση με το 2016. Σημειώνεται ότι το 2016 οι εξαγωγές κατέγραψαν αύξηση κατά 17% σε σχέση με 2015 και ανήλθαν στους 82.185 τόνους αξίας 435 εκατ. ευρώ.
Να σημειωθεί ότι το 95% των εξαγωγών διοχετεύεται σε αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το υπόλοιπο 5% σε όλες τις άλλες χώρες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2016 η τσιπούρα και το λαβράκι εξήχθησαν σε 32 χώρες εντός και εκτός της Ε.Ε.
Οι κυριότερες αγορές της ιχθυοκαλλιέργειας στην Ε.Ε. είναι παραδοσιακά οι Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία καθώς απορροφούν συνολικά σχεδόν το 57% της ελληνικής παραγωγής.
Πιο συγκεκριμένα, η Ιταλία αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά για τα ψάρια ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας καθώς αντιπροσωπεύει το 47% των εξαγωγών ελληνικής τσιπούρας και λαβρακιού. Το 2016 εισήχθησαν στην Ιταλία συνολικά 63.962 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού εκ των οποίων οι 38.899 τόνοι, δηλαδή το 60,8%, από την Ελλάδα καθιστώντας την τον κύριο προμηθευτή και στα δύο είδη. Εκτιμάται πως η αγορά της Ιταλίας είναι ακόμα μεγαλύτερη λόγω των φορτώσεων που γίνονται στην Ελλάδα από Ιταλούς εμπόρους και ενδεχομένως καταγράφονται ως πωλήσεις στην Ελλάδα.
Ακολούθως, η Ισπανία αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή αγορά για τα ψάρια ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας καθώς απορροφά σχεδόν στο 12% της ελληνικής παραγωγής και αντιπροσωπεύει το 16% των συνολικών εξαγωγών ελληνικής τσιπούρας και λαβρακιού. Το 2016 εισήχθησαν συνολικά 26.872 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού εκ των οποίων οι 12.888 τόνοι, δηλαδή το 47,96%, προήλθαν από την Ελλάδα καθιστώντας την έτσι κύριο προμηθευτή νωπών ψαριών μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας (48% επί των εισαγωγών).
Σε ό,τι αφορά την τρίτη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή αγορά για τα ελληνικά ψάρια τη Γαλλία, τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι απορροφά λίγο πάνω από το 8% της ελληνικής παραγωγής και αντιπροσωπεύει το 11% των συνολικών εξαγωγών ελληνικής τσιπούρας και λαβρακιού. Το 2016 εισήχθησαν συνολικά 16.110 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού εκ των οποίων οι 8.753 τόνοι, δηλαδή το 54,33%, προήλθαν από την Ελλάδα.
Ο ανταγωνισμός διεθνώς
Η τσιπούρα και το λαβράκι αντιπροσωπεύουν το 22,42% του όγκου και το 36,05% της αξίας παραγωγής ψαριών υδατοκαλλιέργειας της Ε.Ε.. Παράγονται κυρίως από 7 μεσογειακές χώρες (Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Κροατία, Πορτογαλία, Κύπρος) και παρά τις μεταβολές στην παραγωγή αυτών των κρατών, τα τελευταία δέκα χρόνια στο σύνολό της η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού παραμένει σχεδόν στάσιμη.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, εκτιμάται πως το 2017 η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού στην Ε.Ε. θα παρουσιάσει αύξηση 6,15% και θα κυμανθεί στους 190.580 τόνους. Η παραγωγή της Ελλάδας αναμένεται να παρουσιάσει αντίστοιχα αύξηση. Στην παραπάνω εκτίμηση δεν περιλαμβάνεται η παραγωγή της Τουρκίας, η οποία εκτιμάται πως για το 2017 θα κυμανθεί στους 140.000 τόνους παρουσιάζοντας αύξηση 7,7%
Ωστόσο, ο ανταγωνισμός από τρίτες χώρες εξακολουθεί να γίνεται όλο και πιο έντονος για τις ελληνικές επιχειρήσεις, ιδίως από την Τουρκία η οποία αυξάνει διαρκώς την παραγωγή της, με αποτέλεσμα το 2016 να καταγραφεί η μεγαλύτερη διαφορά στην τιμή πώλησης μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών προϊόντων, ιδίως στην τσιπούρα. Το κύριο αίτιο γι’ αυτήν την εξέλιξη ήταν η πολιτική αστάθεια στη γείτονα χώρα το δεύτερο εξάμηνο του 2016, η οποία οδήγησε στην κατακόρυφη πτώση του τουρισμού και στη συνεπαγόμενη μείωση της εγχώριας κατανάλωσης. Ως αποτέλεσμα μεγάλες ποσότητες ψαριών διοχετεύθηκαν σε άλλες αγορές ασκώντας έντονες πιέσεις στην τιμή πώλησης του προϊόντος.
Αξίζει να υπενθυμιστεί ότι το 2015, 34 παραγωγοί από 6 κράτη της Ε.Ε. κατήγγειλαν την Τουρκία διότι με τις άμεσες επιδοτήσεις που δίνει στους παραγωγούς τσιπούρας και λαβρακιού προκαλεί αθέμιτο ανταγωνισμό στις αγορές της Ε.Ε. και της Αμερικής. Στόχος της καταγγελίας ήταν η απόσυρση των επιδοτήσεων και η επιβολή, ενδεχομένως ενός αντισταθμιστικού δασμού στα εισαγόμενα τουρκικά προϊόντα. Το 2016 ολοκληρώθηκε η εξέταση της καταγγελίας με την απόσυρση των επιδοτήσεων από την πλευρά της Τουρκίας και τη μη επιβολή αντισταθμιστικών δασμών από πλευράς Ε.Ε..
Η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια παράγει κορυφαίας ποιότητας προϊόντα ακολουθώντας αυστηρές ευρωπαϊκές και εθνικές προδιαγραφές για την προστασία του περιβάλλοντος, την υγεία και ευζωία των εκτρεφόμενων οργανισμών και την προστασία του καταναλωτή. Η υποχρεωτική εφαρμογή αυτών των προδιαγραφών αυξάνει το κόστος παραγωγής των προϊόντων και ενώ θα έπρεπε να αποτελεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα λόγω ποιότητας, στην πραγματικότητα υποβαθμίζει την ανταγωνιστικότητά τους λόγω της τιμής τους.
Είναι γεγονός πως στην Ε.Ε. ισχύει το εξής παράδοξο: από τη μια επιβάλλονται πολύ αυστηροί κανόνες παραγωγής στους Ευρωπαίους ιχθυοτρόφους και από την άλλη εισάγονται, σε μερικές περιπτώσεις ατελώς, αντίστοιχα προϊόντα τρίτων χωρών που δεν διέπονται από την ίδια αυστηρή νομοθεσία και συνεπώς δεν έχουν το ίδιο κόστος παραγωγής. Στην όξυνση του προβλήματος συνέβαλε και η απουσία συλλογικών δράσεων που θα αναδείξουν τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των ελληνικών προϊόντων.
Ενδιαφέρον, βέβαια, παρουσιάζει και ο ανταγωνισμός με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως την Ισπανία και την Κροατία οι οποίες αυξάνουν σταδιακά την παραγωγή τους υλοποιώντας παράλληλα και στοχευμένες εκστρατείες προώθησης.