Από την έντυπη έκδοση
Του Αθάν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο Κάρολος Μαρξ (1818-1883), από τη στιγμή που άρχισε να μελετά τον βιομηχανικό τρόπο παραγωγής, χωρίς ποτέ να έχει επισκεφθεί ένα εργοστάσιο, συνειδητοποίησε ότι αυτό το σύστημα είχε τεράστιες δυνατότητες να δημιουργεί πλούτο μέσα από νέους όρους καινοτομίας. Σε αντίθεση, όμως, με μεταγενέστερους θαυμαστές του, όπως ο Γιόζεφ Σουμπέτερ για παράδειγμα, ο Μαρξ πίστευε ότι ο καπιταλισμός ήταν ένα σύστημα περισσότερο προσοδοθηρικό παρά δημιουργικό. Κατά την εκτίμησή του, τότε, οι καπιταλιστές από ένα σημείο και μετά αντί να δημιουργούν πλούτο από το τίποτε, εκμεταλλεύονται και απαλλοτριώνουν τον πλούτο των άλλων.
Ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος
Αυτή η εκτίμηση του Μαρξ δεν επιβεβαιώθηκε στις πρώτες φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οι πρώτοι μεγάλοι καπιταλιστές, όπως ογδόντα χρόνια αργότερα τους περιέγραφε ο Σουμπέτερ, συσσώρευαν μεν πλούτο αλλά μέσω μίας διαδικασίας «δημιουργικής καταστροφής». Δηλαδή, παράγοντας νέα προϊόντα και ανοίγοντας νέες αγορές. Επίσης, ο ίδιος ο Μαρξ είχε υποστηρίξει ότι, επειδή ο καπιταλισμός είναι ένα από τη φύση του επεκτατικό σύστημα και άρα «παγκοσμιοποιείται», δεν μπορεί παρά να εγκαθίσταται παντού και να δημιουργεί διασυνδέσεις σε όλα τα επίπεδα. Όσο σωστό είναι αυτό σήμερα, άλλο τόσο ήταν και στη Βικτωριανή εποχή.
Τα τελευταία σαράντα χρόνια, η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, εμπορευμάτων, γνώσεων και ανθρώπων, σε συνδυασμό με τη κατάργηση των εμποδίων στο εμπόριο, φέρνει στο προσκήνιο και νέους διεθνείς οικονομικούς παίκτες, κυρίως από τον αναδυόμενο κόσμο. Έτσι, από 1.000 περίπου που ήταν οι πολυεθνικές εταιρείες το 1980, σήμερα οδεύουν προς τις 80.000 και τα ανώτατα στελέχη παγκόσμιων επιχειρήσεων, από 200.000 πριν μία τριακονταετία, στις μέρες μας πλησιάζουν τα τρία εκατομμύρια.
Σε πολλές μεγάλες επιχειρήσεις, όμως, οι ιθύνοντες, αντί να είναι δημιουργοί πλούτου, έχουν γίνει πραγματικοί προσοδοθήρες. Πλαισιώνονται δε από διοικητικά συμβούλια στα οποία συμμετέχουν συνταξιούχοι πολιτικοί, προσοδοθήρες επαγγελματίες σύμβουλοι επιχειρήσεων και άπληστοι τεχνοκράτες, αδιάβροχοι σε καινοτομίες και αλλαγές. Υπό αυτές τις συνθήκες, αρκετές ηγετικές το πάλαι ποτέ εταιρείες, αντί να παράγουν νέο πλούτο και τις συναφείς θέσεις εργασίας, αναζητούν εύκολες και αποδοτικές προσόδους.
«Η σύγχρονη οικονομική μεγέθυνση και η διάχυση της γνώσης», γράφει ο Τομά Πικετί στο ογκώδες βιβλίο του «Το Κεφάλαιο στον 21ο Αιώνα» (εκδόσεις Πόλις) «ναι μεν επέτρεψαν να αποτραπεί η μαρξιστική Αποκάλυψη, όμως δεν άλλαξαν τις βαθιές δομές του κεφαλαίου και των ανισοτήτων - ή, τουλάχιστον, όχι τόσο όσο θα φανταζόταν κανείς στις αισιόδοξες δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εφόσον το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου υπερβαίνει διαρκώς τον ρυθμό αύξησης της παραγωγής και του εισοδήματος, όπως συνέβαινε έως τον 19ο αιώνα και απειλεί να ξαναγίνει κανόνας τον 21ο, ο καπιταλισμός παράγει μηχανικά ανισότητες, αφόρητες και αυθαίρετες, υποσκάπτοντας τις αρχές της αξιοκρατίας στις οποίες θεμελιώνονται οι δημοκρατικές κοινωνίες.
Υπάρχουν ωστόσο τρόποι ώστε η δημοκρατία και το γενικό συμφέρον να θέσουν υπό έλεγχο τον προσοδοθηρικό καπιταλισμό, αποκρούοντας αναδιπλώσεις του προστατευτισμού και του εθνικισμού…». Στο πλαίσιο αυτό, παρά το γεγονός ότι ο Τ. Πικετί αρνείται κάθε συγγένεια με τον Κ. Μαρξ, μπορούμε να πούμε ότι το σημαντικό αυτό βιβλίο του (Το Κεφάλαιο τον 21ο Αιώνα) ανανεώνει τη σύγχρονη οικονομική σκέψη κα τις προοπτικές της, με τον ίδιο τρόπο που το ομότιτλο έργο του Μαρξ το είχε κάνει τον 19ο αιώνα. Ο 20ός αιώνας σημαδεύτηκε αρχικά από τη μείωση των ανισοτήτων.
Οι πόλεμοι προκάλεσαν μία χωρίς προηγούμενο ανακατανομή του συσσωρευμένου πλούτου. Η ανάπτυξη, όμως, σε συνθήκες ειρήνης οδήγησε στην αύξηση των ανισοτήτων, καθώς η απόδοση του κεφαλαίου είναι μεγαλύτερη από τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Ταυτόχρονα, ένα νέο φαινόμενο επιτείνει τις ανισότητες: η εκτόξευση, πέρα από κάθε λογική, των αμοιβών της ελίτ των μάνατζερ. Επιπροσθέτως, οι μεγάλες περιουσίες εξασφαλίζουν τόσο υψηλότερες αποδόσεις όσο μεγαλύτερη είναι η αρχική συσσώρευση πλούτου. Το αποτέλεσμα είναι μία συνεχής διεύρυνση ανισοτήτων. Οι αρχές της αξιοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης υποχωρούν. Και αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα, που τροφοδοτεί ανορθολόγους λαϊκισμούς.
Απαιτούνται έτσι δράσεις για την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας, στους κόλπους της οποίας όμως έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους και νέα κοινωνικοοικονομικά φαινόμενα.
Τα μονοπώλια που δημιουργούνται στους κόλπους της ψηφιακής επανάστασης (Facebook, Google, κ.ά.), η άνοδος της προσωρινής και ευκαιριακής εργασίας, η οικονομία του διαμοιρασμού (sharing economy) και το «πρεκαριάτο» που τη συνοδεύει, είναι φαινόμενα που αλλάζουν ένα παραδοσιακό στη Δύση ιδιαιτέρως κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο πυροδοτεί και διαφορετικές απ’ ό,τι στο παρελθόν πολιτικές συνθήκες. Στο πλαίσιο αυτό, το έργο του Τομά Πικετί, μετά τον Καρλ Μαρξ, έστω και αν διαφωνεί κανείς με κάποιες προσεγγίσεις του, αναβαπτίζει πριν απ’ όλα τα οικονομικά στις θεμελιακές τους καταβολές: υπενθυμίζει την αδιάσπαστη σύνδεσή τους με τον χώρο των κοινωνικών επιστημών και καταρρίπτει τον μύθο της αποσύνδεσης της οικονομικής ανάλυσης από την πολιτική.