Υπάρχει μια απελπιστική αίσθηση deja-vu στον Λίβανο, γράφει ο Ντέιβιντ Γκάρντνερ στους «Financial Times, αλλά δεν πρέπει να μας εμποδίζει να διακρίνουμε τα διαφορετικά στοιχεία στη δραματικά εύφλεκτη αυτή κατάσταση.
Τα προηγούμενα επεισόδια αυτού του πολέμου ήταν ήδη τραγικά. Το χειρότερο ήταν η εισβολή του Ισραήλ στο Λίβανο, το 1982, για την εκδίωξη της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Στη διάρκεια της δίμηνης πολιορκίας της Βηρυτού σκοτώθηκαν 19.000 άνθρωποι, ενώ σημειώθηκε και η σφαγή της Σάμπρα και της Σατίλα. Ολα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να καταστραφεί όχι η ΟΑΠ, αλλά το κύρος του Ισραήλ. Και, φυσικά, να γεννηθεί η Χεζμπολάχ.
Στη σημερινή σύγκρουση, ο αρχηγός του ισραηλινού γενικού επιτελείου Νταν Χαλούτζ ήταν απροσδόκητα ειλικρινής όταν δήλωσε ότι θέλει να «γυρίσει το ρολόι του Λιβάνου 20 χρόνια πίσω».
Στα προηγούμενα επεισόδια, όλοι οι παράγοντες που χρησιμοποίησαν το έδαφος του Λιβάνου για τα συμφέροντά τους (οι Σύροι και οι Ισραηλινοί, οι Σαουδάραβες και οι Ιρακινοί, οι Λίβυοι και οι Ιρανοί, οι Ιορδανοί και οι Αμερικανοί) ήταν σε θέση να συγκρατήσουν τον πόλεμο στο έδαφος αυτής της χώρας. Σήμερα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το γεωπολιτικό τοπίο της Μέσης Ανατολής έχει αλλάξει. Το Ιράκ έχει μετατοπίσει τις τευτονικές πλάκες της περιοχής. Το Ιράκ αντί να αποτελέσει το πρότυπο ελευθερίας και δημοκρατίας που ονειρευόταν η Ουάσινγκτον, μετατράπηκε σε ένα διαλυμένο κράτος, όπου οι συγκρούσεις μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών προκαλούν 100 νεκρούς την ημέρα. Η ενισχυμένη πλειοψηφία των Σιιτών, που εμποδίζει προς το παρόν την ολοκληρωτική κατάρρευση του αμερικανικού σχεδίου, παρακολουθεί με όλο και μεγαλύτερη οργή την καταστροφή του σιιτικού Λιβάνου από το Ισραήλ, με την άδεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Και ο στρατός του Μοκτάντα αλ-Σαντρ, που έχει δημιουργηθεί με πρότυπο τη Χεζμπολάχ, απειλεί με μια καινούργια εξέγερση.
Ενας άλλος τρόπος να επεκταθεί η σύγκρουση είναι αν η Χεζμπολάχ πραγματοποιήσει την απειλή της και εκτοξεύσει πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς στην καρδιά του Ισραήλ. Ο πειρασμός για το τελευταίο να απαντήσει με βαλλιστικούς πυραύλους εναντίον του Ιράν και της Συρίας, θα είναι τότε πολύ μεγάλος.
Το πώς φτάσαμε από μερικά μεθοριακά επεισόδια στο κατώφλι ενός περιφερειακού πολέμου είναι άξιο απορίας. Ενας από τους κυριότερους λόγους, σημειώνει ο αρθρογράφος των «Financial Times», είναι ο συνδυασμός της διπλωματικής ανικανότητας της κυβέρνησης Μπους και της πεποίθησής της ότι το Ισραήλ μπορεί να κτίσει ένα καλύτερο μέλλον βομβαρδίζοντας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χάσει κάθε νομιμότητα στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο. Διάφορες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι κάτοικοι της περιοχής θεωρούν τη δημοκρατική Αμερική μεγαλύτερη απειλή από το θεοκρατικό Ιράν. Μπους και Κοντολίζα Ράις συγχέουν τη διπλωματία με την εκπλήρωση των πολεμικών στόχων του Ισραήλ και τα υπολείμματα του κύρους της Αμερικής να ενταφιάζονται στα ερείπια της νότιας Βηρυτού και του νότιου Λιβάνου.
Το Ισραήλ παρατήρησε ορθώς την ανησυχία των ΗΠΑ και των σουνιτών συμμάχων τους για την προέλαση του σιιτικού ριζοσπαστισμού υπό την ηγεσία της Τεχεράνης. Στην αρχή, μάλιστα, το Κάιρο, το Ριάντ και το Αμμάν παρακολουθούσαν με κρυφή ικανοποίηση τα πλήγματα εναντίον της Χεζμπολάχ. Ολα αυτά όμως άλλαξαν με την τυφλή βία του Ισραήλ εναντίον των λιβανέζων αμάχων. Οι άραβες ηγέτες φοβούνται τώρα την αντίδραση των λαών τους σχεδόν εξίσου με την ιρανική επιρροή στην περιοχή. Ο βασιλιάς Αμπντάλα της Σαουδικής Αραβίας δήλωσε πριν από λίγες ημέρες ότι η υπομονή δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα. «Αν η ειρηνευτική διαδικασία καταρρεύσει λόγω της ισραηλινής αλαζονείας», τόνισε, «δεν θα υπάρχει άλλη λύση από τον πόλεμο».
* Η φωτογραφία είναι από το site www.flickr.com .
Πηγή: Financial Times, AΠΕ-ΜΠΕ