Οι αλλαγές στο χώρο της τιμολόγησης φαρμάκων αποτελούν ένα πάγιο αίτημα από την πλευρά της φαρμακοβιομηχανίας, καθώς η σημερινή διαδικασία με βάση το τρέχον σύστημα αφενός προκάλεσε αρκετές στρεβλώσεις, αφετέρου δεν πέτυχε σε καμία περίπτωση κάποια εξοικονόμηση. Την ίδια στιγμή, η όλη διαδικασία προκαλεί έντονο προβληματισμό σχετικά με το κατά πόσο θα ναι εφικτή η είσοδος νέων φαρμάκων στην Ελληνική Αγορά καθώς και η αύξηση της διείσδυσης των γενοσήμων.
Όπως σημειώνεται τόσο από τους εκπροσώπους της φαρμακοβιομηχανίας όσο και από φορείς της δημόσιας υγείας, η διαδικασία της τιμολόγησης ως όπλο μείωσης της δαπάνης δεν έχει καταφέρει σχεδόν κανένα αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια. Η αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης δεν οφείλεται στις τιμές των φαρμάκων.
Οι αιτίες αύξησης συνδέονται κυρίως με τη μη ελεγχόμενη κατανάλωση φαρμάκων και όχι με τις τιμές. Αυτό προϋποθέτει την εφαρμογή συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου, την ευθύνη του οποίου έχει η Πολιτεία. Την εφαρμογή του έχουν επανειλημμένα και μετ’ επιτάσεως ζητήσει οι φαρμακευτικές εταιρίες. Και συνεχίζουν να το ζητούν.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η τιμολόγηση φαρμάκων είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους, είναι αυστηρά νομοθετημένη και οι τιμές προκύπτουν από τον μέσο όρο των τριών χαμηλότερων τιμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), των 27 χωρών, ενώ το καλάθι των χωρών το επιλέγει το ίδιο το κράτος, συγκεκριμένα ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΟΦ). Δεν έχουν όλες οι χώρες της Ε.Ε. δημοσιευμένες επίσημες τιμές ή και σταθερές τιμές. Τα δεδομένα των τιμών που εξετάζονται προέρχονται από μια ευρωπαϊκή βάση δεδομένων, από επίσημους ιστότοπους των χωρών της Ε.Ε.
Μέχρι και σήμερα, οι τιμές εξετάζονταν στην Επιτροπή Τιμών μέσα από τις εισηγήσεις του ΕΟΦ, ενώ υπήρχε και το περιθώριο των ενστάσεων των φαρμακευτικών εταιρειών. Ο κλάδος μέσω του συλλογικού του οργάνου ΣΦΕΕ είχε μειοψηφική παρουσία στην Επιτροπή και οι εκπρόσωποί του στηρίζουν αιτήματα των μελών που δεν είναι αντίθετα στους ισχύοντες νόμους και σε καμία περίπτωση δεν έχουν τη δυνατότητα να επιβάλουν ή να επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις. Με την πιο πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση η επιτροπή καταργήθηκε.
Η ισχύουσα νομοθεσία δεν επιτρέπει αυξήσεις τιμών, εκτός αν πρόκειται για διόρθωση λαθών. Τυχόν ανοδικές αναπροσαρμογές τιμών γίνονται σπάνια για λόγους δημόσιας υγείας (κυρίως λόγω κινδύνου απόσυρσης μοναδικών φαρμάκων, ανάλογα με τη σοβαρότητα νόσων και την ύπαρξη εναλλακτικών θεραπειών).
Διαχρονικά η πολιτική υγείας περιορίζεται μόνο σε μειώσεις τιμών και, παρά τις επανειλημμένες επισημάνσεις μας, συνεχίζουν να υπάρχουν φάρμακα που έχουν τιμή χαμηλότερη από τη χαμηλότερη τιμή παραγωγού στην Ε.Ε., καταστρατηγώντας την ισχύουσα νομοθεσία και στρεβλώνοντας τον υγιή ανταγωνισμό.
Πλέον υπάρχουν φάρμακα, γενόσημα και πολλά μη πρωτότυπα φάρμακα, που το κόστος τους είναι τόσο φθηνό, ώστε να καθίσταται έως και αδύνατη η συνέχιση της κυκλοφορίας τους στην αγορά. Το μοντέλο τιμολόγησης έχει στερέψει από εξοικονομήσεις και απλά διαιωνίζει τις στρεβλώσεις, με αποτέλεσμα την απόσυρση 240 καταξιωμένων φαρμάκων από την αγορά τα τελευταία δύο χρόνια. Το κυριότερο, όμως, είναι πως η στρεβλή προς τα κάτω τιμολόγηση, δημιουργεί σημαντικούς κινδύνους επάρκειας προϊόντων και αύξηση των εξαγωγών εισαγομένων φαρμάκων, με αποτέλεσμα το συχνό φαινόμενο ελλείψεων στα φαρμακεία.
Την ίδια στιγμή η φαρμακοβιομηχανία τονίζει ότι είναι μύθος ότι στην Ελλάδα υπάρχουν ακριβά φάρμακα. Η μέση τιμή δεν είναι απλά η χαμηλότερη του μέσου όρου των 3 χαμηλότερων τιμών στις χώρες Ε.Ε., αλλά κατά 40% χαμηλότερη της χαμηλότερης τιμής των χωρών της Ε.Ε., καθώς οι υποχρεωτικές επιστροφές φτάνουν συνολικά στο 39,7% της τιμής ενός φαρμάκου στην Ελλάδα.
Τι μελετάται μετά τις πρόσφατες εξελίξεις
Με βάση το άρθρο 259 στο τελευταίο πολυνομοσχέδιο, καταργήθηκε όπως αναφέραμε το στάδιο της Επιτροπής Τιμών Φαρμάκων του υπουργείου Υγείας και έτσι η συνολική διαδικασία πλέον παραμένει σχεδόν αποκλειστικά στον ΕΟΦ. Την ίδια στιγμή, με το άρθρο 254 συστήνεται και Επιτροπή Διαπραγμάτευσης Τιμών Φαρμάκων, με έδρα τον ΕΟΠΥΥ, η οποία όμως και αυτή υπάγεται στον υπουργό Υγείας. Σημειώνεται ότι η επιτροπή διαπραγμάτευσης θα έχει να κάνει με το θέμα της αποζημίωσης και ειδικά για τα υψηλού κόστους φάρμακα τα οποία αποζημιώνονται στο 100% από το κράτος η τιμολόγηση θα είναι απλά τυπική αφού οι εταιρείες θα πωλούν στην τιμή αποζημίωσης.
Έτσι λοιπόν, ο υπουργός Υγείας, ο οποίος έχει και τον τελευταίο λόγο, ο ΕΟΦ, αλλά και ο ΕΟΠΥΥ φαίνεται πως θα αποτελούν τους βασικούς «παίκτες» στην τιμολόγηση, αλλά βασικό ερωτηματικό είναι ποια θα είναι η ισχύ της διεύθυνσης φαρμάκων και ο βαθμός της εμπλοκής της, αφού πρόκειται για ένα γραφείο που έχει δημιουργήσει προβλήματα και καθυστερήσεις της διαδικασίας τιμολόγησης στο παρελθόν.
Η άποψη του υπουργείου
Όπως επισημαίνει συχνά ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός, ειδικά στο πεδίο του φαρμάκου, η εξίσωση εξακολουθεί να είναι δύσκολη. «Προέχει να εξασφαλίσουμε την πρόσβαση των πολιτών στα αναγκαία φάρμακα, είτε αυτά αφορούν τα αξιόπιστα φτηνά φάρμακα για χρόνιες παθήσεις, είτε τα σύγχρονα καινοτόμα, που αυτή την περίοδο έρχονται στην κυκλοφορία. Πρέπει να συνδυάσουμε το δικαίωμα των πολιτών στην πρόσβαση στις σύγχρονες θεραπείες και από την άλλη, να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του Συστήματος Υγείας. Και να είμαστε συνεπείς απέναντι στους δανειστές» σημειώνει χαρακτηριστικά.
Και συμπληρώνει ότι «θα επιδιώξουμε αλλαγές στο πεδίο της τιμολόγησης αλλά και στο πεδίο της αποζημιωτικής πολιτικής. Έχουμε ανοίξει διάλογο με τα εμπλεκόμενα μέρη. Το επόμενο διάστημα μπορούμε να πάμε σε ορισμένες πρώτες μετρήσιμες αλλαγές που να βελτιώνουν το σημερινό πλαίσιο το οποίο παρήγαγε στρεβλώσεις. Το μέλλον της Υγείας στη χώρα μας μπορεί να είναι και ευοίωνο και βιώσιμο».
Πέρα από τις προσπάθειες σε εθνικό επίπεδο, γίνεται παράλληλα και μια προσπάθεια για την ολοκλήρωση της διακρατικής συνεργασίας, όπως οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, η Πρωτοβουλία της Βαλέτα, ώστε να υπάρχει μια σοβαρή διαπραγμάτευση με τη φαρμακοβιομηχανία της χώρας.