Νέα στοιχεία φέρνει στο φως μελέτη που διεξήχθη από ερευνητές στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και η οποία, θέτει υπό αμφισβήτηση τη μέχρι σήμερα αντιμετώπιση του συνδρόμου πρόσκρουσης ώμου που ήταν η χειρουργική επέμβαση.
Τα τελευταία 30 χρόνια ο ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης του συνδρόμου είναι η διενέργεια χειρουργείου για την αποσυμπίεση των τενόντων σε περίπτωση αποτυχίας των συντηρητικών μεθόδων θεραπείας, που τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει σημαντική αύξηση.
Η δημοτικότητα της επέμβασης αποτέλεσε το έναυσμα για τους καθηγητές David Beard του Τμήματος Ορθοπαιδικής, Ρευματολογίας & Μυοσκελετικών Επιστημών και Andrew Carr, του Κέντρου Βιοϊατρικής Έρευνας του Εθνικού Ινστιτούτου Έρευνας Υγείας, του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, να ερευνήσουν πόσο αποτελεσματική ήταν.
Και σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο «The Lancet» τα άτομα με σύνδρομο πρόσκρουσης ώμου που υποβάλλονται σε επέμβαση δεν ανακουφίστηκαν περισσότερο από τους πόνους από ότι τα άτομα που μπήκαν δε θεραπεία με εικονικό (placebo) φάρμακο.
Στη μελέτη η οποία έγινε με τη συνεργασία του Τμήματος Ορθοπαιδικής, Ρευματολογίας και Μυοσκελετικών Επιστημών Nuffield του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και την υποστήριξη της Βρετανικής Εταιρείας Αγκώνα και Ώμου (BESS) σε 32 νοσοκομεία, συμμετείχαν 313 ασθενείς που είχαν πόνο στον ώμο για τουλάχιστον τρεις μήνες.
Οι ερευνητές χώρισαν τους συμμετέχοντες σε 3 ομάδες. Η 1η ομάδα υποβλήθηκε σε επέμβαση αποσυμπίεσης, δηλαδή αφαιρέθηκε μια περιοχή μαλακού ιστού ώστε να απελευθερωθούν οι τένοντες. Στη 2η ομάδα οι χειρουργοί εξέτασαν την άρθρωση χωρίς να κάνουν επέμβαση και στην 3η ομάδα δεν έκαναν καμία θεραπεία.
Σε διάστημα 6 και 12 μηνών από την έναρξη της μελέτης, οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια αξιολογώντας τα συμπτώματά τους, συμπεριλαμβανομένου του πόνου και της λειτουργικότητας και διαπιστώθηκε ότι τα συμπτώματα μειώθηκαν και στις τρεις ομάδες, ενώ η βαθμολογία που έδωσαν οι ασθενείς των δύο πρώτων ομάδων δεν διέφερε. Παρατηρήθηκε δε, ότι η βελτίωση των δύο πρώτων ομάδων, έναντι της ομάδας που δεν υποβλήθηκε σε καμία θεραπεία ήταν ανεπαίσθητη.
Η μελέτη δεν εξέτασε την επανεμφάνιση του πόνου μετά από ένα χρόνο, αλλά οι συγγραφείς δηλώνουν ότι είναι απίθανο μία ομάδα να τον παρουσιάσει μακροπρόθεσμα αφού οι ασθενείς δεν πονούσαν στον ένα χρόνο μετά την εγχείρηση.
Παρότι ορισμένοι ασθενείς που υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση δεν υποβλήθηκαν σε περαιτέρω θεραπεία, καθώς τα συμπτώματά τους βελτιώθηκαν και άλλοι ασθενείς που δεν ακολούθησαν θεραπεία επέλεξαν να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση αποσυμπίεσης, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα δύο αυτά σημεία δεν αποτελούν περιορισμούς που θα μπορούσαν να επηρεάζουν τα αποτελέσματα.
Οι ερευνητές συνιστούν τόσο στους ασθενείς όσο και στους γιατρούς να λαμβάνουν υπόψη τους τα αποτελέσματα της μελέτης τους, ώστε να μπορούν να αποφασίζουν, βάσει τεκμηρίων, για τη θεραπεία που θα μπορούσε να τους ωφελήσει περισσότερο.
Όπως ανέφερε ο επικεφαλής ερευνητής καθηγητής David Beard, του πανεπιστημίου της Οξφόρδη, τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν ότι θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και άλλοι τρόποι αντιμετώπισης της πρόσκρουσης των ώμων, όπως παυσίπονα, φυσιοθεραπεία και ενέσεις στεροειδών.
Όπως μας εξηγεί ο φυσικοθεραπευτής κ. Γ. Κακαβάς, το σύνδρομο πρόσκρουσης ώμου είναι συχνή αιτία πόνου στον ώμο που εμφανίζεται όταν οι τένοντες ή ο υπακρωμιακός θυλάκος πιέζονται μεταξύ κεφαλής του βραχιονίου και ακρώμιου. Η επαναλαμβανόμενη αυτή τριβή οδηγεί σε χρόνιο ερεθισμό και φλεγμονή, που όταν μείνει αθεράπευτη δύναται να προκαλέσει ρήξη των τενόντων.
Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση του συνδρόμου είναι η υπέρχρηση της άρθρωσης και ιδιαίτερα σε εναέριες δραστηριότητες ή αθλήματα που απαιτούν τη χρήση του χεριού πάνω από την οριζόντια θέση, όπως το τένις, οι ρίψεις, το βόλεϊ κλπ. Ωστόσο, το σύνδρομο μπορεί να προκληθεί και λόγω οστικών και αρθρικών ανωμαλιών.