«Το κλειδί της εξόδου από την κρίση δεν το κρατά ούτε ο κύριος Γιουνκέρ, ούτε η κυρία Λαγκάρντ, ούτε η κυρία Μέρκελ. Το κλειδί της λύσης το κρατάμε εμείς και μόνο εμείς. Ή εμείς ή κανείς», αναφέρει χαρακτηριστικά ο τέως πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Γάτσιος.
Ο ίδιος προκρίνει -όπως αναφέρει- τη μετάβαση από την πολιτική του ξύλινου λόγου, των κατεστημένων συμφερόντων και της ιστορικής μυωπίας, στην πολιτική της ειλικρίνειας, της παραγωγικής αποτελεσματικότητας, της δημιουργίας και κυρίως της συνειδητοποίησης της ιστορικής πραγματικότητας.
«Οι φιλοδοξίες μας ως λαού και ως έθνους δεν μπορεί και δεν πρέπει να αρχίζουν και να τελειώνουν στο τραπέζι της κουζίνας του σπιτιού μας», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Ακολουθεί σύνοψη της ομιλίας του στο πρόσφατο συνέδριο του Κινήματος Αλλαγής:
Από την παλιά στη νέα πολιτική: από το ψεύτικο στο αληθινό
Κωνσταντίνος Γάτσιος
Η χρεοκοπία του 2009 είχε και ένα καλό.
Σηματοδότησε το θάνατο της πολιτικής, όπως τη γνωρίζαμε μέχρι τότε –της παλιάς πολιτικής–, αφού όμως πρώτα χρειάστηκε η χώρα να πληρώσει ένα πολύ ακριβό τίμημα.
Η παλιά πολιτική, ως σκέψη, ως λόγος και ως πράξη πνέει σήμερα τα λοίσθια. Όχι διότι δεν υπάρχουν πλέον εκφραστές της. Αντιθέτως, υπάρχουν και μάλιστα κάποιοι, εκ των χειρίστων, βρίσκονται στην κυβέρνηση. Ούτε πνέει τα λοίσθια γιατί δεν πιστεύει πλέον κανείς στις φρούδες επαγγελίες των φορέων της, οι οποίες έχουν επιφέρει την πλήρη απαξίωση του πολιτικού συστήματος και την απομάκρυνση των πολιτών από την πολιτική, πολλαπλασιάζοντας έτσι τα προβλήματα για τη χώρα μας.
Η αποδρομή της παλιάς πολιτικής σκέψης-λόγου-πράξης εκδηλώνεται σε κάτι πολύ πιο σοβαρό και σημαντικό: είναι πλέον πρόδηλο και πασιφανές ότι δεν έχει την παραμικρή δυνατότητα να ανταποκριθεί στο άμεσο αίτημα για την εθνική μας επιβίωση. Να επιτύχει, δηλαδή, την παραγωγική, ηθική και πολιτισμική ανάταξη της χώρας, η οποία συνιστά προϋπόθεση για την υπεράσπιση τόσο της εθνικής της ανεξαρτησίας όσο και της εθνικής της ταυτότητας και φυσιογνωμίας. Και δεν μπορεί γιατί οι φορείς της, αφενός δεν έχουν την ικανότητα να σκεφτούν κάτι πέραν του υπάρχοντος, του οποίου άλλωστε συνιστούν μέρος, αφετέρου και να είχαν αυτήν τη δυνατότητα δε θα μπορούσαν να τη μεταδώσουν στους ψηφοφόρους τους.
Γιατί; Διότι η παλιά πολιτική ήξερε μόνο τούτο: να λέει στους ψηφοφόρους-πελάτες μόνο ό,τι ήταν ευχάριστο στ’ αυτιά. Έτσι, για μια μακρά περίοδο, τους υποσχόταν δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις, απόλαυση χωρίς προσπάθεια και νίκες χωρίς αγώνες. Μάλιστα, υλοποιούσε τις υποσχέσεις της δημιουργώντας έτσι μια αίσθηση επιτυχίας στη συνείδηση του λαού μας.
Πώς το κατάφερνε αυτό; Το μυστικό ήταν απλό και το ξέρουμε πλέον όλες και όλοι: ήταν τα δανεικά κι αγύριστα από το μέλλον, το προϊόν της κατάχρησης της περιουσίας των επόμενων γενεών τού έθνους. Καταναλώναμε όσο μπορούσαμε από τον πλούτο που δεν ανήκε σε μας, αλλά ανήκε στις επόμενες γενεές Ελλήνων. Είναι απεχθής ως εικόνα αλλά, ναι, τρεφόμασταν από τις σάρκες των παιδιών μας. Που τώρα μάς γυρνούν την πλάτη και μας αφήνουν για τα ξένα. Και όταν αυτή η δυνατότητα κατάχρησης εξαντλήθηκε, εισήλθαμε στη σημερινή κρίση χρεοκοπίας, με τον οριστικό δημοσιονομικό εκτροχιασμό που προκάλεσε η καταστροφική διακυβέρνηση 2004-2009. Τέτοιο ήταν το έγκλημα της παλιάς πολιτικής και γι’ αυτό τώρα η συγκεκριμένη πολιτική πρέπει να αλλάξει.
Η κρίση που διανύουμε δεν αφορά μόνο στην κατάρρευση παρασιτικών οικονομικών δομών. Αφορά και στην ταυτόχρονη κατάρρευση του παλιού τρόπου που ως λαός αντιλαμβανόμασταν τον κόσμο. Εκείνου που στηριζόταν στον καταναλωτισμό χωρίς παραγωγή και στην εθνικότροπη οίηση χωρίς πατριωτική συνείδηση. Εάν ερωτηθώ ποιο θα πρέπει να είναι το κεντρικό αίτημα, το πολιτικό αποτέλεσμα της νέας πολιτικής θα έλεγα τούτο: από το ψεύτικο στο αληθινό. Η μετάβαση, δηλαδή, από την πολιτική τού ξύλινου λόγου, των κατεστημένων συμφερόντων και της ιστορικής μυωπίας, στην πολιτική τής ειλικρίνειας, της παραγωγικής αποτελεσματικότητας, της δημιουργίας και –κυρίως– της συνειδητοποίησης της ιστορικής πραγματικότητας. Οι φιλοδοξίες μας ως λαού και ως έθνους δεν μπορεί και δεν πρέπει να αρχίζουν και να τελειώνουν στο τραπέζι της κουζίνας του σπιτιού μας.
Για να γυρίσει οριστικά σελίδα η χώρα, πρέπει να γίνει συνείδηση στον λαό μας ότι κάθε πρόοδος και ευημερία είναι ανάλογη της προσπάθειας που έχει προηγηθεί. Αυτήν την απλή αλήθεια οφείλει να εξηγήσει στους πολίτες με τον πλέον καθαρό τρόπο η νέα πολιτική και αυτοί που φιλοδοξούν, κόμματα και πολίτες, να γίνουν εκφραστές και απόστολοί της. Ότι, δηλαδή, ο πλούτος είναι ανάλογος της εργασίας και της παραγωγής και ότι η επιτυχία είναι ανάλογη της τόλμης και, ταυτόχρονα, της σύνεσης με την οποία επιδιδόμαστε στην προσπάθεια. Ότι για να αναταχθεί η χώρα, για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της, οφείλει να είναι παραγωγική και δημιουργική. Να δώσει προτεραιότητα στην εγχώρια ανταγωνιστική παραγωγή και τους νέους. Οι πραγματικές, όχι φαντασιακές, επιλογές μας ως λαού και ως έθνους συνοψίζονται σε ένα σύνθημα: παραγωγή ή θάνατος. Και δεν εννοώ με αυτό μόνο την αναζήτηση του υλικού πλούτου, αλλά και την αναζήτηση της ιστορικής δικαίωσης του έθνους μας.
Είναι για αυτούς τους λόγους που ισχυρίζομαι ότι το αίτημα της νέας πολιτικής πρέπει να είναι η μετάβαση από το ψεύτικο του παλιού πολιτικού λόγου αλλά και τρόπου ζωής, στη νέα πολιτική τής αλήθειας. Αυτής, δηλαδή, που προσφέρει τη μοναδική δυνατότητα, τη μοναδική οδό που έχουν τα έθνη για να προοδεύουν. Διότι ευτυχούν εκείνες οι κοινωνίες που αισθάνονται αυτοπεποίθηση και ικανοποίηση για τα έργα τους, που είναι δημιουργικές και αυτοδύναμες. Ενώ, δυστυχούν οι κοινωνίες εκείνες που είναι επαίτες και ζητιάνοι στις αυλές των ξένων, όπως υπήρξαμε και συνεχίζουμε να είμαστε, διότι στην πραγματικότητα μόνο αυτό ήξερε και ξέρει να κάνει η παλιά πολιτική.
Η νέα πολιτική οφείλει να οδηγήσει την προσπάθεια για τη δημιουργία μιας χώρας οικονομικά ισορροπημένης και παραγωγικά αρτιμελούς. Το όραμά μας για τη χώρα δεν μπορεί να είναι αυτό μιας χώρας διακοπών και επενδύσεων σε εξοχικές κατοικίες. Καλοδεχούμενα και τα δύο, πλην όμως, καθώς ο κόσμος εισέρχεται στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, πρέπει να φιλοδοξούμε για πολύ περισσότερα.
Το όραμα της νέας πολιτικής, το όραμα για την ανάταξη της χώρας, το όραμα για μια νέα Ελλάδα στηρίζεται σε μια πολύ απλή μέθοδο: να λέμε την αλήθεια, πρώτα στον εαυτό μας και μετά στους άλλους. Οι πολιτικές ηγεσίες, ναι μεν δεν πρέπει να αγνοούν το λαϊκό αίσθημα, οφείλουν όμως να το καθοδηγούν, εάν πρόκειται να ανταποκριθούν στο καθήκον τους για ηγεσία. Δεν μπορεί να είναι ακόλουθοι της εκάστοτε κοινής γνώμης. Εάν χρειαστεί, θα πρέπει να μπορούν να πηγαίνουν και κόντρα στο ρεύμα.
Τούτο σημαίνει πως, εάν φιλοδοξούμε πράγματι να αλλάξουμε την πατρίδα μας, οφείλουμε να κοιτάξουμε με ειλικρίνεια και θάρρος πρώτα το παρελθόν, με τα καλά του αλλά και με τα μεγάλα συλλογικά μας λάθη, και μετά το μέλλον τής χώρας.
Μόνο με μία ειλικρινή αποτίμηση του παρελθόντος, όσο οδυνηρή και να είναι, θα μπορούμε αφενός μεν χτίσουμε πάνω στα καλά και να αποφύγουμε την επανάληψη των λαθών αυτών, αφετέρου δε να κοιταζόμαστε ως πολίτες κατευθείαν στα μάτια, χωρίς ντροπή και φόβο για τίποτε.
Όσο δε αφορά το μέλλον της χώρας, εάν πράγματι φιλοδοξούμε να την οδηγήσουμε έξω από την πορεία εκφυλισμού και καταστροφής την οποία ακολουθεί, οφείλουμε να παλέψουμε και να αγωνιστούμε ώστε, ως πολίτες και ως λαός, να καταστούμε τα αυτοδύναμα υποκείμενα της ιστορίας και όχι τα ετερόφωτα ενεργούμενα της μοίρας, όπως υπήρξαμε και εξακολουθούμε να είμαστε.
Προϋπόθεση της επιβίωσής μας είναι να γίνουμε μία χώρα, ένα έθνος, με πλήρη αυτοπεποίθηση και αίσθηση της ιστορίας. Ένας λαός, ένα έθνος, που μπορεί και κατανοεί τον κόσμο και τους περιορισμούς εντός των οποίων είμαστε υποχρεωμένοι ως κράτος να υπάρχουμε και να κινούμαστε, όπως άλλωστε και κάθε άλλο κράτος. Ταυτόχρονα, όμως, να έχουμε την πνευματική ρώμη, την ψυχική δύναμη, το σφρίγος και την αποφασιστικότητα αυτούς τους περιορισμούς να τους αποδυναμώνουμε, να τους απομειώνουμε, να τους υπερβαίνουμε. Γιατί ένα πράγμα πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητό: το κλειδί της εξόδου από την κρίση δεν το κρατά ούτε ο κύριος Γιουνκέρ, ούτε η κυρία Λαγκάρντ, ούτε η κυρία Μέρκελ. Το κλειδί της λύσης το κρατάμε εμείς και μόνο εμείς. Ή εμείς ή κανείς.
Όμως, για να το πετύχουμε αυτό, να ξαναπάρουμε τη χώρα στα χέρια μας, να μη βρισκόμαστε σε επιτροπεία και εξάρτηση από εχθρούς και φίλους, συμμάχους και αντιπάλους, χρειάζεται κάτι που είναι πολύ απλό αλλά και πολύ δύσκολο: πρέπει, ως πολιτικά υποκείμενα, να σκοτώσουμε τον ξύλινο άνθρωπο που έχουμε μέσα μας. Αυτόν που προσπαθεί πάντοτε να μας παρασύρει να μιλήσουμε την ξύλινη, υποκριτική γλώσσα του πολιτευτή, που προσβλέπει στην εξουσία ως αυτοσκοπό. Αυτόν που υπόσχεται πράγματα που δεν μπορεί ποτέ να υλοποιήσει και που, όταν έρχεται στην εξουσία, εφαρμόζει μια πολιτική εντελώς αντίθετη από εκείνη που επαγγελλόταν γιατί, τάχα, «οι συνθήκες είναι διαφορετικές» και ο ίδιος είχε, δήθεν, «αυταπάτες». Αυτόν που υπόσχεται στους αφελείς ικανοποίηση χωρίς κόπο και δικαίωση χωρίς αρετή.
Και δεν πρέπει να μας φοβίσει καθόλου το γεγονός ότι εάν το κάνουμε αυτό, εάν δηλαδή μιλήσουμε τη γλώσσα της αλήθειας, οι οπαδοί της παλιάς ξύλινης γλώσσας, οι εκπρόσωποι της διαφθοράς, του παρασιτισμού και της παρακμής θα μας χαρακτηρίσουν από ακροαριστερούς μέχρι ακροδεξιούς, και από κρατιστές μέχρι νεοφιλελεύθερους. Αντιθέτως, οι χαρακτηρισμοί αυτοί, προερχόμενοι ειδικά από εκείνους, θα συνιστούν το μέτρο τής επιτυχίας μας.
Βρισκόμαστε ως κοινωνία σε βαθιά κρίση –ιστορική, πολιτική, ηθική, πολιτισμική, οικονομική, κοινωνική. Για να εξέλθουμε αυτής, απαιτείται πρωτίστως η ριζική αλλαγή του τρόπου που βλέπουμε τον κόσμο. Για να συμβεί αυτό χρειάζεται να υπάρχει, ως καταλύτης, μία νέα, ιστορικά συνειδητοποιημένη, πολιτική πρωτοπορία. Στα χαρακτηριστικά αυτής της πρωτοπορίας αναφέρομαι, αυτήν περιγράφω. Ας μη φοβηθούμε να αναλάβουμε αυτόν τον ρόλο, κάνοντας αυτά που απαιτούνται. Γιατί, ενώ από τη μία μεριά η Ιστορία μάς καλεί, στην άλλη μεριά, τη μεριά τού παλιού, δεν υπάρχει τίποτε για μας, παρά μόνο το μηδέν και η ιστορική λήθη.
Το επόμενο διάστημα θα βρεθούμε ως χώρα και ως κοινωνία αντιμέτωποι με δύο μεγάλες και αλληλοτροφοδοτούμενες απειλές: αυτήν κατά της εθνικής μας ακεραιότητας και ανεξαρτησίας και εκείνη της χρεοκοπίας της χώρας. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε και τις δύο με επιτυχία. Αυτό απαιτεί μια τεράστια, εθνική προσπάθεια.
Όσοι φιλοδοξούμε να εκφράσουμε τη νέα πολιτική, κόμματα και πολίτες, οφείλουμε να τεθούμε σημαιοφόροι και πρωτοπόροι αυτής της προσπάθειας. Να ενώσουμε, όχι να διχάσουμε, τους Έλληνες. Το σύνθημά μας δεν μπορεί να είναι «ή εμείς ή αυτοί». Αυτό δεν υπήρξε ποτέ και δεν μπορεί να είναι ποτέ σύνθημα του δημοκρατικού κόσμου. Το σύνθημά μας είναι «Μαζί, και εμείς και αυτοί». Γιατί, «λήθη των ιδίων κακών, θρασύτητα γεννά». Ο κάθε λαός είναι υπεύθυνος για τη μοίρα του.
Μόνο αφήνοντας πίσω το παλιό, μόνο περνώντας από το ψεύτικο στο αληθινό της νέας πολιτικής, θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις, τα προβλήματα και τις δυσκολίες με επιτυχία. Να οικοδομήσουμε μια νέα Ελλάδα. Μια Ελλάδα ανεξάρτητη, παραγωγική, δημιουργική και κοινωνικά δίκαιη. Μια Ελλάδα υπερήφανη, με σφρίγος και αυτοπεποίθηση.