Του Λάμπρου Ρόδη
[email protected]
Σε ηλεκτρονικά πορτοφόλια μεταμορφώνονται στα χέρια των Ελλήνων καταναλωτών οι φορητές ψηφιακές συσκευές και περίοπτη θέση και σε αυτή την εξέλιξη κατέχει το κινητό τηλέφωνο. Ωστόσο, το μεγάλο στοίχημα για το ηλεκτρονικό εμπόριο το 2018 δεν θα αφορά τις συναλλαγές B2C, αλλά πολύ περισσότερο τις συναλλαγές B2B, καθώς υπολογίζεται πως οι B2B εταιρείες θα δαπανήσουν πολύ περισσότερα στις πλατφόρμες του ηλεκτρονικού εμπορίου σε σύγκριση με τους online retailers.
Στην Ελλάδα το ηλεκτρονικό εμπόριο μετρά νέους αγοραστές, πιο ώριμους και πιο «ελληνοκεντρικούς», σύμφωνα με την ετήσια έρευνα που πραγματοποίησε το ELTRUN, κατά την οποία το 2017 περίπου 3,5 εκατομμύρια Έλληνες αγόρασαν μέσω του Διαδικτύου προϊόντα/υπηρεσίες συνολικής αξίας 4,5-5 δισ. ευρώ από 4 δισ. ευρώ το 2016, δύο στους 10 ξεκίνησαν τις διαδικτυακές αγορές τους τη συγκεκριμένη χρονιά, γεγονός που σχετίζεται με τη σχετική αυξητική τάση που ξεκίνησε από τα capital controls αλλά και τη μεγάλη πλέον γκάμα των ελληνικών ηλεκτρονικών καταστημάτων με ολοκληρωμένες υπηρεσίες και σωστή εξυπηρέτηση.
Την ίδια ώρα, η τοποθέτηση ενός προϊόντος στο ράφι αποτελεί ένα ακόμα σημείο σύγκρουσης μεταξύ προμηθευτών και λιανεμπόρων.
Σε αυτό το «παιχνίδι» της αγοράς δυσμενέστερη θέση εμφανίζεται να έχουν οι μικροί παραγωγοί-βιομηχανίες, ενώ οι αλυσίδες διατηρούν την ισχυρότερη δυναμική στο υφιστάμενο καθεστώς.
Στην ψυχολογία του καταναλωτή, τώρα, το διαχρονικό ζητούμενο της αγοράς έγκειται στο ερώτημα τι είναι αυτό που κάνει ευχαριστημένους τους πελάτες;
Και αυτό γιατί οι κατά καιρούς έρευνες που έχουν παρουσιαστεί υποδεικνύουν ότι οι Έλληνες καταναλωτές σήμερα δαπανούν περί το 1/3 των εσόδων του στα σούπερ μάρκετ προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες σε βασικά είδη διατροφής και υγιεινής. Η πραγματικότητα δείχνει ότι ο Έλληνας καταναλωτής είναι πιο «διαβασμένος» και λιγότερο αυθόρμητος, ενώ πραγματοποιεί λιγότερες αλλά στοχευμένες επισκέψεις σε περισσότερα από ένα σημεία πώλησης. Την εικόνα της εγχώριας κατανάλωσης συμπληρώνει ακόμα μία παράμετρος, η οποία αφορά τη «διάσπαση» των σημείων τα οποία επισκέπτονται οι καταναλωτές για να πραγματοποιήσουν τις αγορές τους.
Σε επίπεδο αγοράς, σε ρυθμούς stress test εξακολουθεί να κινούνται οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ, με το κύκλο της περιόδου αναδιάρθρωσης του κλάδου να έχει ανοίξει το 2016 και να αναμένεται να κρατήσει τουλάχιστον μια διετία ακόμα, ενώ το 2018 επί της ουσίας η αγορά περιμένει το διαφανούν τα πρώτα σαφή σημάδια για την πορεία των δύο εκ των σημαντικότερων deal που έλαβαν χώρα στον κλάδο.
Ενδιαφέρον έχει ακόμη πως τα επώνυμα δίκτυα και ειδικότερα τα δίκτυα franchise κερδίζουν ολοένα μερίδια έναντι των ανώνυμων σημείων πώλησης, με ενδεικτικές τις προσπάθειες ένταξης του franchise στο ΕΣΠΑ αλλά και το πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που ζητά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προωθήσει τον θεσμό ως εργαλείο ανάπτυξης του λιανεμπορίου στην Ε.Ε. Ακόμη στην Ελλάδα η επενδυτική κινητικότητα είναι συνεχής στην αγορά εστίασης, με τα στοιχεία του ΓΕΜΗ να δείχνουν ότι ο κλάδος είναι πρώτος στην κατάταξη των εταιρειών με βάση τη δραστηριότητα έναρξης εργασιών. Τη μερίδα του λέοντος στη συνολική πίτα ελέγχουν οι μεγάλες αλυσίδες, οι οποίες στην πλειονότητά τους αποδείχθηκαν πιο ανθεκτικές κατά την περίοδο της κρίσης.