Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Το μόνο που δεν κρινόταν στο Eurogroup της περασμένης Δευτέρας, που κατά μεγάλο μέρος του ήταν αφιερωμένο στην Ελλάδα, ήταν η εκταμίευση της δόσης των 6,7 δισ. (τα 3,3 δισ. για εξυπηρέτηση αναγκών μέχρι τον Ιούνιο, το 0,5 + 1 δισ. για αποπληρωμή arrears του Δημοσίου προς ιδιώτες, το υπόλοιπο ως συνεισφορά στη δημιουργία του cash buffer εν όψει εξόδου στις αγορές). Εκείνο που βασικά κρινόταν ήταν η μετάβαση στην επόμενη μέρα, το «μετά».
Και όμως: επειδή το ένα από τα 2 προαπαιτούμενα (επί συνόλου, τελικώς, 110…) που βρέθηκαν εκκρεμή έφερε αντιμέτωπο τον Ευκλείδη Τσακαλώτο με τον Μάριο Ντράγκι, δόθηκε μεγαλύτερη σημασία σ’ αυτό το επεισόδιο. Το ένα προαπαιτούμενο -η άρση των εκκρεμοτήτων για το Ελληνικό- αφορούσε τη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Επικρατείας: δύσκολα θα καταγγελλόταν το ΣτΕ για παρέλκυση! Το άλλο, η πορεία των πλειστηριασμών, είναι πιο βαρύ. Κυρίως όμως για τον Ντράγκι/την ΕΚΤ είναι πρόκριμα της σφραγίδας «Καλώς έχει» που αναμένεται για την ολοκλήρωση των stress tests των συστημικών τραπεζών χωρίς παρατράγουδα. Ο Ευκλείδης, όμως, γνωρίζοντας την πολιτική εκρηκτικότητα των πλειστηριασμών, θεώρησε επάναγκες να ανέβουν οι τόνοι. Όχι παράλογο, καθώς των υπολοίπων τα καλά λόγια αφθονούσαν - πριν ξεκινήσει το Eurogroup.
Το οποίο, κατά τα άλλα, καταπιάστηκε με ζητήματα συνολικής αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης, με την υπόθεση της μετεξέλιξης του ESM σε μόνιμο μηχανισμό (εντός ευρωπαϊκού θεσμικού συστήματος), σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο για να χρησιμοποιήσουμε την καθιερωμένη διατύπωση.
Ίσως η πιο λειτουργική διατύπωση να ήταν εκείνη του (ακόμη φρέσκου) προέδρου του Eurogroup, του Πορτογάλου Σοσιαλιστή Μάριο Σεντένο. Το «οι ελληνικές αρχές έχουν κάνει φοβερή δουλειά» ήταν ωραίο ως μελωδία, πάντως την ουσία την κουβαλούσε άλλο: «Ένα πρόβλημα της Ευρώπης φαίνεται να φθάνει προς το τέλος του […] Μετά από οκτώ χρόνια Προγραμμάτων προσβλέπουμε στην ολοκλήρωσή τους. Αυτό αποτελεί σίγουρα εξαιρετικό νέο». Ο αναγνώστης βλέπει ήδη την άμεση διασύνδεση του ελληνικού «μετά» με τους συνολικούς ευρωπαϊκούς σχεδιασμούς. Αλλά και η μετά την ολοκλήρωση του Eurogroup τοποθέτηση/tweet του Σεντένο «Καλά νέα για την Ελλάδα. Ανταποκρίθηκαν σε όλα τα συμφωνηθέντα», ικανοποίησε. Λιγότερο λειτουργική, αλλά πιο αξιοποιήσιμη στην εσωτερική πολιτική σκηνή -όταν ξεπεραστεί η λασπομαχία της Βουλής για το σκάνδαλο Novartis- η τοποθέτηση Μοσκοβισί: «[Θα] επιστρέψουμε στην Ελλάδα της ευημερίας, της ανάπτυξης και της πλήρους κυριαρχίας». Με, σχεδόν ντροπαλή, την προσθήκη του «φυσικά με μια επιτήρηση μετά-το-Πρόγραμμα/post-Programme προσαρμοσμένη στις ανάγκες της κατάστασης».
Η προσέγγιση του Ευκλείδη Τσακαλώτου, πριν από την κόντρα με Ντράγκι, για επιδίωξη «όσο το δυνατόν πιο καθαρής εξόδου από τα μνημόνια» με βάση ένα υπό προετοιμασία (σε ορίζοντα Απριλίου) «νέο στρατηγικό πλάνο, φιλικό στην ανάπτυξη και κοινωνικά ευαίσθητο [του οποίου] θα πάρουμε εμείς την ιδιοκτησία», ταίριαζε αρκετά καλά με το κλίμα. Οπότε νομιμοποιούνταν να θεωρήσει «θέμα κυρίως τεχνικής φύσεως» την όποια συζήτηση «για πρόγραμμα επιτήρησης μετά την έξοδό μας αλλά και για το χρέος».
Θα μας επιτραπεί, όμως, να θεωρήσουμε ότι την ημέρα «καθοδήγησε» η τοποθέτηση του νέου ισχυρού άντρα του Eurogroup -του Γάλλου ΥΠΟΙΚ Μπρουνό Λεμέρ, καθώς η Γερμανία, εν αναμονή της έλευσης του Όλαφ Σολτς στη θέση Σόιμπλε, παρίστατο διά του μεταβατικού Πέτερ Αλτμάιερ (που η ίδια η παρουσία του έδειχνε το διστακτικό τού Βερολίνου της εποχής)- ότι «δεν είμαστε μακριά από την οριστική ρύθμιση του ζητήματος του ελληνικού χρέους». Με δεδομένη τη συζήτηση για τη «γαλλικής έμπνευσης» πτυχή μιας ρήτρας ανάπτυξης στην όποια ρύθμιση για την εξυπηρέτηση του χρέους, η τοποθέτηση Λεμέρ παρατηρήθηκε.
Ήδη, η παρασκηνιακή δραστηριότητα προχωρεί -ιδίως σε συνεννόηση με τον ESM- για το «μετά». Εδώ, σε συνέχεια και των επαφών Τσίπρα και Τσακαλώτου με Κριστίν Λαγκάρντ, πέρα από την υπόθεση της ρύθμισης για το ελληνικό χρέος (που, θυμίζουμε, το ΔΝΤ σταθερά θεωρεί προϋπόθεση για να αποφανθεί επί της βιωσιμότητάς του…), άρχισε -επιτέλους!- και προσέγγιση του θέματος των υπέρογκων πρωτογενών πλεονασμάτων. Αυτά, που θα πρέπει να επαναληφθούν στα πλαίσια του Μεσοπρόθεσμου 2018-22, ήδη γίνεται αντιληπτό ότι πάνε να τσακίσουν την όποια επιτυχία. Το επιχείρημα ότι «και το Βέλγιο είχε επί δύο δεκαετίες πλεόνασμα άνω του 3%» σημαίνει λίγα: το βελγικό χρέος ήταν κυρίως στα χέρια βελγικών τραπεζών, οπότε τα πλεονάσματα που το εξυπηρετούσαν ανακυκλώνονταν στην οικονομία. Ενώ σε εμάς…
Ε, λοιπόν και αυτή η διάσταση αρχίζει να έχει ακροατές στο Eurogroup.