Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
«Όπως οι μεταλλευτικές και πετρελαϊκές εταιρείες εκμεταλλεύονται το φυσικό περιβάλλον, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εκμεταλλεύονται το κοινωνικό περιβάλλον» σχολίασε πρόσφατα ο μεγαλοεπενδυτής Τζορτζ Σόρος, ενώνοντας τη φωνή του με δεκάδες ακόμη δημόσια πρόσωπα που εξαπολύουν πυρά κατά των social media για χειραγώγηση της κοινής γνώμης, προώθηση διχαστικού λόγου και πόλωση. Ακόμη και όσοι δεν δέχονται ότι επηρεάζουν σε τέτοιο βαθμό το κοινό, συχνά δυσφορούν για το γεγονός ότι προσφέρουν βήμα για «αντιπαραθέσεις καφενείου».
Είναι όντως τα social media τα καφενεία του σήμερα; Και εάν ναι, είναι αυτό κακό; Ο Γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας έχει εξηγήσει στο έργο του πως τα καφενεία του 18ου αιώνα στην Ευρώπη συνέβαλαν στην αντικατάσταση της αναπαραστατικής κουλτούρας από την αστική κουλτούρα της δημόσιας σφαίρας. Εκεί η κριτική στη βάση λογικών επιχειρημάτων, η ικανή υποστήριξη ή απόκρουση θέσεων υπερίσχυαν της ταυτότητας, της κοινωνικής θέσης και αίγλης των ατόμων, που τα προέβαλαν.
Αυτό το πλεονέκτημα θεωρητικά προσφέρει και το καφενείο των social media, αν και στην πράξη συχνά η λάμψη ενός «σελέμπριτι» αρκεί να τυφλώσει το πλήθος των ακολούθων, να κρύψει τα θαμπά σημεία των επιχειρημάτων, τις ανιστόρητες τοποθετήσεις και τα θολά κίνητρα. Το ζήσαμε και στις αντιπαραθέσεις του Facebook για το μακεδονικό.
Και αυτή δεν είναι η μόνη παγίδα. Όπως συμβαίνει και με τα ΜΜΕ, οι μηχανισμοί χειραγώγησης και ελέγχου δεν απουσιάζουν. Ούτε ο φόβος να εξελιχθούν σε μέσα που δεν θα αντανακλούν απλώς πτυχές του κόσμου στον οποίο ζούμε (ή θα θέλαμε να ζούμε), αλλά που θα καθορίζουν τι πραγματικά είναι αυτός. Είναι η «απαιδευσία» μας που λειτουργεί ως πρόσφορο έδαφος για τη σύγχυση μεταξύ εικονικού και πραγματικού, τη μετατροπή μας σε «δεσμώτες», σε «ανθρώπους σαν σε υπόγεια κατοικία, που μοιάζει με σπηλιά, έχοντας την είσοδο ανοιχτή προς το φως...», όπως έγραφε ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία». Αν μείνεις παγιδευμένος στη σπηλιά, δεν είναι δύσκολο να μπερδέψεις την πραγματικότητα με τις σκιές που δημιουργεί το φως στους τοίχους.
Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι τα μέσα αυτά συνιστούν χώρο που, έστω και υπό περιορισμούς, μπορεί να διευκολύνει την ισότιμη συμμετοχή, τη δυνατότητα επικοινωνιακής δράσης και αλληλεπίδρασης, έναν φορέα επικοινωνιακής (ίσως και πολιτικής;) δύναμης. Αποτελούν κομμάτι της δημόσιας σφαίρας. Και ως τέτοιο λειτουργούν άλλοτε ως ανοιχτό πεδίο διαβούλευσης και άλλοτε ως αρένα στην οποία μπορούμε να δούμε τον καθένα να «κατασπαράζεται».