Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Το 1999 ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωνε σε τηλεοπτική εμφάνισή του, μεταξύ σοβαρού και αστείου, πως αν ποτέ διεκδικούσε την προεδρία των ΗΠΑ, θα ήθελε για αντιπρόεδρο την Όπρα Γουίνφρι. Να είχε άραγε φανταστεί ότι θα φτάσει η ημέρα που κάποιοι θα τη θεωρούν ιδανική αντίπαλό του;
Χρειάστηκε μία γεμάτη πάθος ομιλία, δομημένη από την πρώτη έως την τελευταία λέξη με στόχο να συγκινήσει, να απευθυνθεί στο θυμικό, για να ακουστεί το «Όπρα για πρόεδρος». Στην εποχή που η ιδιότητα του έμπειρου πολιτικού τείνει να θεωρείται απόδειξη... ενοχής για συμμετοχή στο «σύστημα», τι καλύτερο από μια γυναίκα μαχητική, με ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα προσωπική ιστορία και μάχες κατά των πάσης φύσεως διακρίσεων; Τι πιο κατάλληλο από μία αυτοδημιούργητη δισεκατομμυριούχο, ένα δημόσιο πρόσωπο με επιρροή, ένα πρότυπο για εκατομμύρια γυναίκες;
Η Όπρα είναι όλα τα παραπάνω. Και εκεί είναι η παγίδα. Γιατί είναι ταυτόχρονα η παρουσιάστρια που προώθησε μέσα από τις εκπομπές της κομπογιαννίτες «δόκτορες» και εναλλακτικές «θεραπείες», που πλάσαρε τον τηλεοπτικό αυτοεξευτελισμό ως «αφήγηση προσωπικών ιστοριών διδακτικού χαρακτήρα». Και πάνω από όλα γιατί δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι γνωρίζει κάτι περισσότερο από εξωτερική ή οικονομική πολιτική, από το πώς λειτουργούν τα πράγματα στο Κογκρέσο ή στη διεθνή διαπραγματευτική σκακιέρα, από τον σημερινό ένοικο του Λευκού Οίκου.
Η «Όπρα είναι η απάντηση» έσπευσαν να πουν μεγάλες προσωπικότητες του Χόλιγουντ. Ποια είναι, όμως, στο μυαλό τους η ερώτηση;
Είναι η Γουίνφρι πιο συγκροτημένη από έναν πρόεδρο που χαρακτηρίζει ξένες χώρες «απόπατους» και αντιπαρατίθεται στο Twitter με επιχειρηματολογία καφενείου και λεξιλόγιο παιδιού; Σίγουρα, ναι. Μπορεί να βάλει υποψηφιότητα και να τον κερδίσει; Πιθανότατα, ναι. Είναι όμως αυτό που έχει ανάγκη η πολιτική, η Αμερική, ο κόσμος; Αν το Δημοκρατικό Κόμμα απαντήσει και εδώ θετικά, μένει μόνο να παραιτηθούμε μπροστά στην ιδέα ότι η δημοκρατία δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν διαγωνισμό δημοφιλίας, ένα ακριβό ριάλιτι σόου. Να ομολογήσουμε ότι ο Τραμπισμός νίκησε.