Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Η παρακολούθηση του 2018 ξεκινάει με την κατάθεση στη Βουλή του πολυνομοσχεδίου για τα προαπαιτούμενα της τρίτης αξιολόγησης, με την προσμονή του «κλίματος» στο Euro Working Group και τα πρόδρομα σημάδια προθέσεων του Eurogroup και των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης και των αποδόσεων/yields των ελληνικών ομολόγων. Ο αναγνώστης, όμως, θα μας επιτρέψει να οδηγήσουμε τη συζήτηση αλλού. Σε ένα θέμα «λησμονημένο» - το ασφαλιστικό.
Το ασφαλιστικό Κατρούγκαλου -όπως έμεινε- με πολιτικά αποδοτική πονηρία «άφησε για το 2019» την τελευταία (;) μείωση συντάξεων. Γιατί να το ανακινούμε τώρα; Δεν αρκούν πλειστηριασμοί, stress tests των τραπεζών, συνδικαλιστικός νόμος για να τσακωνόμαστε;
Δείτε μια διαδοχή λόγων που καθιστούν δυσάρεστα επίκαιρο το ασφαλιστικό, αρχές 2018. Πρώτον, για φέτος είναι υπεσχημένο («υπάρχει μνημονιακή δέσμευση») να γίνει ο πλήρης επανυπολογισμός των συντάξεων, με βάση τους αλγορίθμους της μεθόδου Κατρούγκαλου: στο τέλος αυτής της διαδικασίας, λέει, κάθε ήδη συνταξιούχος θα λαμβάνει ραβασάκι, που θα του θυμίζει τι παίρνει σήμερα. τι έχει λαμβάνειν με τον νέο τρόπο υπολογισμού (με βάση το σύνολο του ασφαλιστικού του βίου). ποια θα είναι η «προσωπική διαφορά», δηλαδή τι θα χάσει από 1/1/2019, με πλαφόν ένα -18%. Αν και εσύ, φίλε αναγνώστη, ψυχανεμίζεσαι ότι «θα ζητηθεί μια παράταση για την ολοκλήρωση της διαδικασίας», μάλλον καλά κάνεις. Μην έχει και ήδη ζητηθεί ένα 6μηνο, που θα ‘φερνε την ημερομηνία συνάντησης των συνταξιούχων με το μοιραίο στα μέσα του 2019! (Αν τώρα βλέπεις επανυπολογισμό και των εκλογικών μας σεναρίων, με δεδομένο ότι οι Ευρωεκλογές του Μαΐου 2019 δεν… μετακινούνται, δική σου υπόθεση.)
Υπάρχει και δεύτερος λόγος, που ενώ είναι ήδη ενεργός περιέργως δεν πολυσυζητιέται: με σειρά προσφυγών έχουν φτάσει στο ΣτΕ και πορεύονται -έπειτα από αναβολές- κομμάτια ολόκληρα των ρυθμίσεων Κατρούγκαλου, οι τρόποι υπολογισμού, τα ποσοστά αναπλήρωσης, η δομή των συντάξεων.Από το ΣτΕ, που κατά το παρελθόν στήριξε για υπέρτερους λόγους δημοσίου συμφέροντος τις μνημονιακές περικοπές -όχι βέβαια όταν απειλείται το δικαίωμα τμημάτων του σκληρού πυρήνα του κράτους (δικαστών σίγουρα λόγω Μισθοδικείου, ενστόλων από κοντά, πανεπιστημιακών + γιατρών ΕΣΥ) σε «αξιοπρεπή διαβίωση»: «όλα τα ζώα είναι ίσα, όμως μερικά είναι πιο ίσα από τα άλλα» κατά Τζορτζ Όργουελ-, εκπορεύονται εδώ και καιρό πρόδρομοι κραδασμοί για την Κατουγκαλιάδα. (Ορισμένοι θυμούνται τη στάση του πορτογαλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, που είχε επαναφέρει περικοπείσες συντάξεις. Τότε είχαν απαιτηθεί από τη δική τους τρόικα αντισταθμιστικά μέτρα. Όμως εν συνεχεία η «πορτογαλική έξοδος» βασίστηκε σε μερική απόσυρση μνημονιακών ρυθμίσεων - με ανοχή Βρυξελλών.)
Δεν θέλει ιδιαίτερη ευαισθησία να φανταστεί κανείς πόσο αυτά που ακούγονται σαν παραλειπόμενα του ασφαλιστικού μπορεί να φέρουν διαταραχή, αν ενεργοποιηθούν. Άλλωστε, δεν παραβλέπεται εύκολα ο συνολικός αριθμός των συνταξιούχων στην Ελλάδα του 2017 -πάνω από 2.650.000 άτομα/ψηφοφόροι (και αυτοί συνήθως δεν απέχουν από την κάλπη)- ούτε κι ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του καταταλαιπωρημένου ελληνικού ΑΕΠ θα παραμένει άνω του 14%, μετά από ένα πλαφόν 17,4% στα τέλη 2016 (με μέσο όρο Ε.Ε. 11,1%).
Ουδείς λόγος να πάει κανείς πίσω στην Έκθεση Σπράου (1997) ή στη χαμένη ευκαιρία του νομοσχεδίου Γιαννίτση (2001) για να αναλογιστεί τι έχουμε κάνει με το ασφαλιστικό, ώστε ακόμη και τώρα να λειτουργεί ως Ερινύα. Έγραφε στην «Οικονομική Επιθεώρηση», άνοιξη του 2010 -στην αρχή της κρίσης- ο Πλάτων Τήνιος: «Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του ασφαλιστικού είναι η αδράνεια. Χρειάζεται να υπάρξει πραγματικός διάλογος την κοινωνία, και όχι μόνο μεταξύ αξιωματούχων που έχουν επενδύσει στη διαιώνισή του».
Αντί για κάτι τέτοιο, υπήρξαν… μνημόνια και τρόικα!
Επεσήμαινε επιπλέον ο Τήνιος: «Γνωρίζουμε ότι όλο και μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού ελλείμματος θα χρηματοδοτεί συντάξεις. Είναι οξύμωρο η Ελλάδα να ζητά βοήθεια επειδή αρνείται τις ίδιες πολιτικά επώδυνες αλλαγές, στις οποίες έχουν ήδη προβεί αυτοί που τη χρηματοδοτούν». Αυτή ακριβώς η διάσταση έφερε την πιο άγαρμπη/σφαγιαστική προσαρμογή, ενώ η πρακτική του να αγοράζεται (πολιτικός) χρόνος με πρόωρες συνταξιοδοτήσεις μέσα στην κρίση επιδείνωσε χαρωπά την κατάσταση (πριν από την κρίση η δαπάνη για συντάξεις ήταν στο 8,5% του ΑΕΠ).
«Η συνολική επιτυχία του εγχειρήματος [αντιμετώπισης του ασφαλιστικού] θα κριθεί από την εξασφάλιση της απαιτούμενης ηρεμίας, ώστε να υπάρξει επεξεργασία των τεχνικών λύσεων, να υπολογιστεί το κόστος, αλλά και το όφελος των αλλαγών. […] Αλλιώς είναι σίγουρο ότι το ασφαλιστικό της νέας δεκαετίας θα έχει την τύχη των προκατόχων του». Εδώ κάπου είμαστε, στο τέλος της διαδρομής.