Της Ανθής Αγγελοπούλου
Η φαρμακοβιομηχανία Pfizer ανακοίνωσε ότι θα σταματήσει την έρευνα για φάρμακα για τη θεραπεία της νόσου του Alzheimer. Όπως δήλωσε ο αμερικανικός φαρμακευτικός κολοσσός, θα τελειώσει τα προγράμματα ανακάλυψης νευροεπιστημών και ως εκ τούτου θα χαθούν και 300 θέσεις εργασίας.
Η κοινωνία των ασθενών με νόσο Αλτσχάιμερ δήλωσε τη μεγάλη της απογοήτευση από την είδηση αυτή και είπε ότι θα είναι "βαρύ πλήγμα" για όσους ζουν με άνοια. Όπως είπαν, οι εταιρείες θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να επενδύσουν στην έρευνα για τις νευροεπιστήμες και τη νόσο του Alzheimer.
Η κίνηση αυτή σημαίνει ότι η Pfizer θα σταματήσει επίσης να αναζητά θεραπείες και για τη νόσο του Πάρκινσον, αλλά η εταιρεία δήλωσε ότι σχεδιάζει να δημιουργήσει ένα νέο ταμείο αφιερωμένο στην έρευνα για τις νευροεπιστήμες στο μέλλον.
Ο καθηγητής Tara Spiers-Jones, νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, δήλωσε στο πρόγραμμα Today στο BBC Radio 4 ότι παρά την απόφαση, υπάρχουν ακόμη πολλές ελπίδες. «Δεν αποσύρονται όλες οι φαρμακευτικές εταιρείες και επί του παρόντος υπάρχουν πάνω από 100 κλινικές δοκιμές», είπε και συμπλήρωσε: «Υπάρχουν πολλά που συμβαίνουν στη βασική επιστήμη - πρέπει να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα του εγκεφάλου».
Ανέφερε δε ότι η απόφαση της Pfizer είναι κατανοητή λόγω του ποσοστού αποτυχίας των κλινικών δοκιμών.
«Περισσότερο από το 99% των δοκιμών για τα φάρμακα του Αλτσχάιμερ έχουν αποτύχει τα τελευταία 15 χρόνια» σημείωσε ο καθηγητής. «Οι εταιρείες είναι δικαιολογημένα προσεκτικές, αλλά σημειώνουμε μεγάλες προόδους στο επιστημονικό μέτωπο».
Ακόμη, πρόσθεσε: «Έχουμε μάθει από αυτές τις αποτυχίες των δοκιμών ότι πρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να κατανοήσουμε τις αλλαγές του εγκεφάλου. Αυτή τη στιγμή δεν καταλαβαίνουμε πλήρως πώς λειτουργούν η μνήμη και η σκέψη σε έναν υγιή εγκέφαλο».
Οι φαρμακευτικές εταιρείες όπως οι Novartis, Janssen, Biogen, Abbvie και Eli Lilly αναπτύσσουν ακόμη φάρμακα για τη θεραπεία της νόσου του Αλτσχάιμερ και εκπρόσωπος του ABPI (Association of the British Pharmaceutical Industry -Ένωση Βρετανικής Φαρμακευτικής Βιομηχανίας) δήλωσε ότι συνεχίζουν να «εξελίσσουν την πολυπλοκότητα του εγκεφάλου και προσδιορίζοντας τις βάσεις της νόσου».
Ο James Pickett, επικεφαλής της έρευνας για το Αλτσχάιμερ δήλωσε ότι «είναι απογοητευτικό να ακούμε ότι η Pfizer, μια από τις κορυφαίες φαρμακευτικές εταιρείες στον κόσμο, θα τερματίσει τις ερευνητικές της προσπάθειες στη νευροεπιστήμη, συμπεριλαμβανομένης της ανακάλυψης φαρμάκων της νόσου του Alzheimer». Ωστόσο, πρόσθεσε «ο εγκέφαλος είναι το πιο πολύπλοκο όργανο στο σώμα και η ανάπτυξη φαρμάκων για τη θεραπεία εγκεφαλικών ασθενειών είναι μια τεράστια πρόκληση, αλλά χωρίς νέα φάρμακα για την άνοια τα τελευταία 15 χρόνια, αυτό θα αποτελέσει έντονο πλήγμα για τα περίπου 46,8 εκατομμύρια ατόμων που σήμερα ζουν με την νόσο σε ολόκληρο τον κόσμο».
Ο εκπρόσωπος της εταιρείας δήλωσε ότι «έχουμε αποφασίσει να σταματήσουμε τις προσπάθειες εξέλιξης του τομέα των νευροεπιστημών και να ανακατανείμουμε τη χρηματοδότηση σε εκείνους τους τομείς όπου έχουμε ισχυρή επιστημονική γνώση και που θα μας επιτρέψει να παρέχουμε μεγαλύτερη θετική επίπτωση στους ασθενείς».
Μακροπρόθεσμη δέσμευση
Η κοινωνία των ατόμων με νόσο Αλτσχάιμερ δήλωσε ότι είχε μαζέψει 50 εκατομμύρια λίρες για τη χρηματοδότηση νέων ερευνών από το Ινστιτούτο Έρευνας για την Άνοια (συμπεριλαμβανομένου του Αλτσχάιμερ) του Ηνωμένου Βασιλείου και το Συμβούλιο Ιατρικής Έρευνας στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Ο Δρ Matthew Norton, διευθυντής της πολιτικής στο Alzheimer's Research UK, δήλωσε: «Ελπίζουμε ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες εάν εξετάσουν μακροπρόθεσμα τη δυναμική θα αποφασίσουν να συμμετάσχουν στην προσπάθεια αυτή». Όπως είπε, «Είναι ζωτικής σημασίας να κάνουμε όλοι μας - φιλανθρωπικές οργανώσεις, κυβερνήσεις και βιομηχανίες - μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις για την έρευνα για την άνοια, προκειμένου να τερματιστεί ο φόβος της άνοιας».
Επί του παρόντος αξίζει να σημειωθεί ότι περίπου 850.000 άνθρωποι στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν μια μορφή άνοιας. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι αναμένεται να ζουν με την κατάσταση μέχρι το 2021 και αυτό θα μπορούσε να ανέλθει σε δύο εκατομμύρια μέχρι το 2051.