Απο την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Υπάρχουν δύο τρόποι να αξιολογείς τις επιδόσεις της οικονομίας. Ο πρώτος αφορά τα βασικά μεγέθη, όπως η γενική τάση στο ΑΕΠ και η απασχόληση. Ο δεύτερος αφορά ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία προσδίδουν ή αφαιρούν υπόσταση από τα προηγούμενα.
Μπορεί, για παράδειγμα, ο δείκτης της ανεργίας να παρουσιάζει αποκλιμάκωση -αν και παραμένει άνω του 20% με ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό μερικής απασχόλησης-, ωστόσο η επιχειρηματική ενεργοποίηση έχει υποχωρήσει στο 5,7% εμφανίζοντας μια από τις διαχρονικά χαμηλότερες επιδόσεις της χώρας.
Μπορεί το ΑΕΠ να εισέρχεται έστω σε χαμηλούς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης -αν και το γ’ τρίμηνο του 2017 καταγράφεται έντονη επιβράδυνση-, ωστόσο ο δείκτης των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου είναι αρνητικός για δύο συναπτά τρίμηνα.
«Κανονικά τώρα είναι η ώρα να επενδύσεις στην Ελλάδα. Όμως δεν βλέπουμε να συμβαίνει. Τα κεφάλαια μάλλον αγνοούν την Ελλάδα. Η χώρα έχει κουράσει και οι επενδυτές δεν έχουν εμπιστοσύνη. Θα πρέπει να δούμε το 2018. Θα είναι κρίσιμη χρονιά για την Ελλάδα». Συνομιλητής της «Ν» στο City του Λονδίνου περιγράφει εμμέσως πλην σαφώς ένα είδος αλλεργίας των επενδυτών στην Ελλάδα.
Δεδομένης της σωρευμένης απώλειας του ΑΕΠ (κατά 1/4), της κατανάλωσης των νοικοκυριών (κατά 1/5) και των ακαθάριστων πάγιων επενδύσεων (κατά 2/3), θα ανέμενε κανείς σήμερα μια πολύ ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη. Όμως παράγοντες ακλόνητοι όπως η γραφειοκρατία, η υπερφορολόγηση και η έλλειψη πολιτικής βούλησης φροντίζουν για το αντίθετο και αναδεικνύονται νικητές σε μια χαμένη μάχη μέχρι στιγμής για την ελληνική οικονομία.
Οι διαδοχικές επιπλοκές σε επενδύσεις - σύμβολα όπως το Ελληνικό και οι Σκουριές έχουν κάνει τον γύρο του κόσμου, αφήνοντας το δικό τους αποτύπωμα στο ελληνικό brand name. «Οι Αμερικανοί δεν το πολυψάχνουν. Όταν ακούν σήμερα τις λέξεις “leftist” και “marxist”, απλώς δεν θα κάτσουν να ασχοληθούν», έλεγε πρόσφατα στη «Ν» μεγαλοεπενδυτής από την άλλη μεριά του Ατλαντικού, ο οποίος ξεχώριζε υπουργούς όπως ο Στέργιος Πιτσιόρλας και ο Αλέξης Χαρίτσης ως εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα αυτής της κυβέρνησης.
Διαχειριστές ξένων κεφαλαίων απευθύνουν ερωτήσεις κυρίως σε δύο επίπεδα για την Ελλάδα. Πρώτον, τι συμβαίνει με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και τα capital controls στις τράπεζες, πώς εξελίσσεται το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και ποια είναι η προοπτική ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Δεύτερον, πώς διαμορφώνεται η πραγματική κατανάλωση στην ελληνική αγορά και ποιος αναμένεται να είναι ο περαιτέρω αντίκτυπος των αυξανόμενων φόρων και εισφορών στο ελληνικό διαθέσιμο εισόδημα και τη λειτουργία των επιχειρήσεων.
Μέχρι να δοθούν απαντήσεις, το 98% των Ελλήνων θα χαρακτηρίζει την κατάσταση της οικονομίας «από κακή έως πολύ κακή», διαμορφώνοντας μακράν το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε.