Στασιμότητα χαρακτήρισε τον κλάδο των εκτυπωτικών δραστηριοτήτων το 2005, με την αξία της αγοράς να διαμορφώνεται σε € 572 εκ. περίπου, έναντι € 568,5 εκ. το 2004 (+0,7%), με τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης να επιχείρηση να εκτιμάται στο 2,1%, όπως αναφέρεται σε μελέτη που εκπόνησε η Hellastat Α.Ε.
Υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης εμφάνισαν επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην εκτύπωση ειδών συσκευασίας, αντανακλώντας την έντονη δραστηριοποίηση της βιομηχανίας και των εμπορικών επιχειρήσεων όσον αφορά το marketing των προϊόντων τους, ενώ οι δραστηριότητες που αφορούν στην εκτύπωση εφημερίδων και περιοδικών κινήθηκαν πτωτικά. Μικτή είναι η εικόνα στον υποκλάδο των διαφημιστικών εκτυπώσεων, εξέλιξη αναμενόμενη καθώς το 2004 η ζήτηση βρέθηκε σε υψηλά επίπεδα λόγω των «ολυμπιακών και εκλογικών αναγκών».
Οι κορυφαίες επιχειρήσεις του κλάδου υλοποίησαν τα προηγούμενα χρόνια μεγάλης κλίμακας επενδύσεις, τόσο στην απόκτηση παγίων όσο και μικρότερων επιχειρήσεων, διαμορφώνοντας καθετοποιημένους ομίλους που είναι σε θέση να προσφέρουν ολοκληρωμένες υπηρεσίες υψηλής ποιοτικής στάθμης. Έχοντας ισχυρό τεχνολογικό υπόβαθρο, οι παραδοσιακές εκτυπωτικές εργασίες ενισχύθηκαν από καινοτόμες υπηρεσίες οι οποίες εκτείνονται από τις σύνθετες εφαρμογές στην εκτύπωση εντύπων και την παραγωγή ειδών εύκαμπτης συσκευασίας, μέχρι τις διαφημιστικές εκτυπώσεις σε οχήματα και τη διαχείριση εντύπων από τρίτους (outsourcing).
Τα αποτελέσματα του 2005
Στη μελέτη της Hellastat καλύπτονται 161 επιχειρήσεις από ένα ευρύ φάσμα εκτυπωτικών δραστηριοτήτων. Η εικόνα που παρουσιάζουν είναι μικτή όσον αφορά την πορεία των εσόδων τους, καθώς οι 85 εμφάνισαν αύξηση και οι 75 κάμψη, ωστόσο σε επίπεδο καθαρών αποτελεσμάτων οι 8 στις 10 είναι κερδοφόρες.
Πάντως, το καθαρό περιθώριο κέρδους συμπιέζεται στο 3,5% από 5,4% το 2004, παραμένοντας όμως σε ικανοποιητικά επίπεδα σε σύγκριση με το 2,2% που πέτυχε η μέση βιομηχανική επιχείρηση το 2005. Η κάμψη στο καθαρό περιθώριο προκαλείται από τη μικρή αύξηση της επιβάρυνσης των διοικητικών εξόδων στο 10,9% (από 10,1% επί των πωλήσεων, το 2004) και των εξόδων διάθεσης στο 5,7% (από 5,3% το 2004).
Στην ανάλυση της Hellastat επισημαίνεται ότι οι 40 μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου (έσοδα άνω των € 3 εκ.) λειτουργούν με μέσο καθαρό περιθώριο ύψους 4,9% (χαμηλότερα σε σύγκριση με το 2004, στο 5,7%) ενώ οι 68 μικρομεσαίες, μεγέθους πωλήσεων από € 1 εκ. - € 3 εκ. στο 3,9%, με σημαντική υποχώρηση από το 6,5% το 2004. Ακόμη χαμηλότερες επιδόσεις εμφανίζουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις με έσοδα κάτω των € 1 εκ., στο 2,5% (από 3,5% το 2004).
Τα επίπεδα του βραχυπρόθεσμου τραπεζικού δανεισμού στον κλάδο αυξάνουν διαχρονικά, από 20% επί των πωλήσεων το 2002 στο 30,5% το 2005, σε αντιστοιχία όμως με τη μέση τιμή στο σύνολο της ελληνικής βιομηχανίας (31,3%). Η συνολική δανειακή επιβάρυνση εκτιμάται στο 59,5% το 2005 (56,4% το 2004), ενώ η ικανότητα κάλυψης των τόκων είναι υψηλή, στις 5,2 φορές (6,1 το 2004).
Ο δείκτης γενικής ρευστότητας διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, στο 1,2, ενώ μεγαλύτερη της μονάδας είναι και η άμεση ρευστότητα. Ο εμπορικός κύκλος «ανεβαίνοντας σκαλοπάτια 10 ημερών» το χρόνο την τελευταία 4ετία, εκτιμάται στις 55 ημέρες το 2005 (24 ημέρες το 2002), κυρίως λόγω της αντίστοιχης επέκτασης στην είσπραξη των απαιτήσεων, στις 203 ημέρες (από 166 το 2002).