Σε δύο χαρτοπετσέτες οι οποίες ήταν εμποτισμένες με αίμα της άτυχης εφοριακού, και οι οποίες ήταν κοντά στο σημείο της δολοφονίας στο Β' Νεκροταφείο Αθηνών, βρέθηκε το βιολογικό υλικό του 58χρονου κατηγορούμενου για τον φόνο της 32χρονης.
Αυτό έγινε γνωστό, μεταξύ άλλων, από τη Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής κατά την παρουσίαση της υπόθεσης της στυγερής δολοφονίας της γυναίκας, ενώ σημειώθηκε ότι ο κατηγορούμενος, που είναι χωρισμένος και έχει μια κόρη, είχε συλληφθεί και φυλακισθεί τον Ιούνιο του 2011 για κατοχή 37,5 κιλά χασίς και αποφυλακίστηκε τον Μάιο του 2017.
Όπως αναφέρθηκε, ο κατηγορούμενος φεύγοντας από το κοιμητήριο, πηδώντας από τη μάντρα πέταξε το μαχαίρι και τη ματωμένη του μπλούζα σε κάδο απορριμμάτων σε μεγάλη απόσταση από το σημείο της δολοφονίας, καθώς και την τσάντα του θύματος, για την οποία επέστρεψε αργότερα και την έκαψε.
Στη συνέχεια ο 58χρονος πήγε σε κατάστημα στην περιοχή της Ομόνοιας για να πουλήσει το κινητό τηλέφωνο της άτυχης γυναίκας, έναντι 20 ευρώ, όπου εντοπίστηκε και το στίγμα του.
Η εικόνα του έχει καταγραφεί από βιντεοκάμερα του καταστήματος.
Κάνοντας τις σχετικές ανακοινώσεις, ο διευθυντής διεύθυνσης ασφάλειας Αττικής υποστράτηγος Χρήστος Παπαζαφείρης ανέφερε ειδικότερα:
Το απόγευμα της 18 Οκτώβριου ο δράστης πήγε στο Β΄ Νεκροταφείο, στο οποίο εισήλθε υπερπηδώντας τον τοίχο από την πλευρά των σιδηροδρομικών γραμμών, με σκοπό να κλέψει και στη συνέχεια να πουλήσει μεταλλικά και χάλκινα κηροπήγια και καντήλια από μνήματα.
Εκεί, εντόπισε την 32χρονη και αφού την προσέγγισε, την απείλησε με μαχαίρι που είχε μαζί του, απαιτώντας να του δώσει την τσάντα της. Η εφοριακός αντέδρασε και ο δράστης την έπληξε επανειλημμένα με το μαχαίρι, με αποτέλεσμα να την τραυματίσει θανάσιμα. Στη νεκροψία και νεκροτομή διαπιστώθηκαν από τον Ιατροδικαστή βαρύτατες κακώσεις θώρακος δια νύσσοντος – τέμνοντος οργάνου προκληθείσες.
Κανένα από τα άτομα που βρίσκονταν στο νεκροταφείο κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος, δεν είχε αντιληφθεί την επίθεση και δεν είχε δει το δράστη, γεγονός που επίτεινε το βαθμό δυσκολίας για την εξιχνίαση της υπόθεσης.
Ο δράστης φεύγοντας από το νεκροταφείο, ακολούθησε την ίδια διαδρομή, ενώ έκαψε την τσάντα του θύματος, με το περιεχόμενό της, αφού πρώτα αφαίρεσε ένα κινητό τηλέφωνο. Επιπλέον το μαχαίρι και τη μπλούζα που φορούσε τα πέταξε σε κάδο απορριμμάτων, σε μεγάλη απόσταση από το νεκροταφείο.
Στη συνέχεια, πήγε αμέσως στην περιοχή της Ομόνοιας, όπου σε κατάστημα αλλοδαπών, πούλησε το κινητό τηλέφωνο του θύματος για 20 ευρώ.
Από τον δράστη ελήφθη δείγμα βιολογικού υλικού, το οποίο εντοπίσθηκε, σύμφωνα με τις εργαστηριακές - συγκριτικές εξετάσεις της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, σε δύο εμποτισμένες με αίμα του θύματος χαρτοπετσέτες, που βρέθηκαν κατά την αυτοψία του χώρου του εγκλήματος.
O δράστης στην εξέταση του στη Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής ομολόγησε το έγκλημα και περιέγραψε με λεπτομέρειες την αλληλουχία των ενεργειών του, κατά τη διάρκεια και μετά την ειδεχθή του πράξη.
Επισήμανε ότι την υπόθεση αυτή εξετάστηκαν συνολικά πάνω από 300 άτομα και σταδιακά, με βάση τα στοιχεία που προέκυπταν, οι αστυνομικοί απέκλειαν κάποιους από τον «κύκλο» των υπόπτων και έτσι κατέληξαν σε μια ολιγομελή ομάδα ατόμων, ανάμεσα στα οποία ήταν τελικά και ο δράστης.
«Πρόκειται για μια υπόθεση που πραγματικά προκάλεσε αποτροπιασμό και ιδιαίτερη απαξία, συνολικά στους πολίτες. Μια γυναίκα, που επισκεπτόταν τακτικά το νεκροταφείο και ειδικότερα το μνήμα στενού της φίλου, που είχε χάσει τη ζωή του προσφάτως, δολοφονήθηκε με άγριο τρόπο» πρόσθεσε ο κ. Παπαζαφείρης, σημειώνοντας πως «ήταν καθήκον μας απέναντι στο κοινωνικό σύνολο και την οικογένεια της να εξιχνιάσουμε την υπόθεση, να συλλάβουμε το δράστη και να τον οδηγήσουμε στη Δικαιοσύνη».