Από την έντυπη έκδοση
Του Κώστα Δεληγιάννη
[email protected]
Να «ξεκλειδώσει» τις δυνατότητες που δίνει η γεωθερμία χαμηλής θερμοκρασίας για την ώθηση της πρωτογενούς παραγωγής (όπως του αγροτικού τομέα), αλλά και για την επέκταση της τηλεθέρμανσης κτηρίων επιδιώκει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας με ένα νέο νομοσχέδιο για την αξιοποίηση των γεωθερμικών πεδίων. Το νομοσχέδιο έχει ήδη δοθεί για μία πρώτη διαβούλευση σε επιστημονικούς φορείς και ιδρύματα, αποκεντρωμένες διοικήσεις, δήμους και περιφέρειες, ενώ μέσα στον Νοέμβριο αναμένεται να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, ώστε μέχρι το τέλος της χρονιάς να κατατεθεί στη Βουλή.
Στα γεωθερμικά πεδία χαμηλής θερμοκρασίας, τα οποία ήταν παλιότερα γνωστά ως πεδία χαμηλής και μέσης ενθαλπίας, το ρευστό που βγαίνει από τα έγκατα της γης είναι θερμότερο από τους 25 βαθμούς Κελσίου και πιο ψυχρό από τους 90 βαθμούς. Η θερμότητα αυτή μπορεί να αξιοποιηθεί κατά κύριο λόγο σε θερμοκήπια, ιχθυοτροφεία και μονάδες ξήρανσης, μειώνοντας κατακόρυφα τα λειτουργικά τους έξοδα, όπως επίσης και για τη θέρμανση κατοικιών, σχολείων και νοσοκομείων με πολύ μικρό κόστος. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας υπάρχει αξιόλογο γεωθερμικό δυναμικό, ακόμη και σήμερα η αξιοποίηση είναι αρκετά περιορισμένη.
Σύμφωνα με το ΥΠΕΝ, ένας σημαντικός λόγος είναι πως το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο δεν εξασφαλίζει ευελιξία στην εκμετάλλευση ενός πεδίου, ώστε να μπορούν από αυτό να ωφεληθούν πολλοί τοπικοί επενδυτές, μικρού ή μεγάλου μεγέθους, αλλά και εφαρμογές κάθε κλίμακας από δημόσιους φορείς. Πιο συγκεκριμένα, το πρόβλημα είναι πως ο ισχύων νόμος (3175/2003) προβλέπει πως, μέσω των διαγωνισμών, παραχωρείται η διαχείριση των πεδίων μαζί με την εκμετάλλευσή τους.
Αυτό σημαίνει πως, ακόμη και στην περίπτωση ενός βεβαιωμένου πεδίου, ο ιδιώτης που θα αναλάβει διαχειριστής θα πρέπει να διαθέσει σημαντικά κεφάλαια για να εγκαταστήσει τις κατάλληλες υποδομές, ώστε στη συνέχεια να προσελκύσει άλλους επενδυτές που θα τις χρησιμοποιήσουν. Παρόλο που αυτή η προσέγγιση είναι λογική, δεν έχει λειτουργήσει στην πράξη, αφού απαιτεί μεγάλες επενδύσεις με αβέβαιο αποτέλεσμα.
Ακόμη σημαντικότερο πρόβλημα είναι όμως ότι σήμερα δεν γίνεται διαχείριση σε κανένα πεδίο, αλλά αποκλειστική αξιοποίηση από τους ιδιώτες στους οποίους έχουν εκχωρηθεί μέσω των διαγωνισμών. Κάτι που οφείλεται στο γεγονός ότι, πέρα από την ενασχόληση του ιδιώτη με την εκμετάλλευση του πεδίου για τη δική του επιχειρηματική δραστηριότητα, θα έπρεπε να διαθέτει επιστημονική ομάδα ειδική για τη διαχείριση του γεωθερμικού δυναμικού.
Το νομοσχέδιο λύνει αυτό το πρόβλημα, διαχωρίζοντας την αξιοποίηση από τη διαχείριση. Έτσι, στα πεδία χαμηλής θερμοκρασίας, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τοπικού ενδιαφέροντος και ανήκουν στην αρμοδιότητα της τοπικής Αποκεντρωμένης Διοίκησης, δίνεται η δυνατότητα μίσθωσης μόνο της εκμετάλλευσης σε ενδιαφερόμενους επενδυτές. Ως φορέας διαχείρισης του πεδίου μπορεί να ορισθεί η οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση, αναλαμβάνοντας συγκεκριμένες υποχρεώσεις με την αρωγή του ΙΓΜΕ, αλλά και όποιον επιστημονικό ή ερευνητικό φορέα εκείνη επιλέξει.
Το ΥΠΕΝ υποστηρίζει πως ο διαχωρισμός θα κάνει πιο ορθολογική εκμετάλλευση των γεωθερμικών πεδίων χαμηλής θερμοκρασίας, βελτιώνοντας την πρόσβαση σε επενδυτές κάθε μεγέθους. Επίσης, εκτιμά πως θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο την επενδυτική κινητικότητα που αναπτύσσεται με επίκεντρο γεωθερμικά πεδία στη Βόρεια Ελλάδα, ανοίγοντας τον δρόμο ώστε οι διάφορες χρήσεις να μπουν σε σειρά αξιοποίησης και έτσι η χρήση της γεωθερμίας να γίνει πιο φθηνή και αποτελεσματική. Έτσι, για παράδειγμα, το ρευστό θα αξιοποιείται πρώτα για τηλεθέρμανση (όπου απαιτούνται 70 βαθμοί Κελσίου) και μετά στα θερμοκήπια (όπου απαιτούνται 50 βαθμοί).
Με βάση το ίδιο νομοσχέδιο, τα γεωθερμικά πεδία υψηλών θερμοκρασιών (πάνω από 90 βαθμοί), που χρησιμοποιούνται για ηλεκτροπαραγωγή, χαρακτηρίζονται εθνικού ενδιαφέροντος και παραμένουν στην αρμοδιότητα του ΥΠΕΝ.