Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Για μερικούς μήνες στα μέσα της δεκαετίας του ,60 ο πρόεδρος Τζόνσον και οι επιτελείς του μελετούσαν μυστικά το ενδεχόμενο να βομβαρδίσουν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις της Κίνας, ενδεχομένως με σοβιετική βοήθεια, αντί να επιτρέψουν στον Μάο να αποκτήσει τη βόμβα.
Τελικά, αποφάσισαν ότι το κόστος ενός νέου πολέμου στην Ασία ήταν πολύ μεγάλο και κατέληξαν στην ανάσχεση. Η απόφαση αποδείχτηκε σωστή: Σχεδόν έξι δεκαετίες αργότερα περισσότεροι Αμερικανοί ανησυχούν για το χρέος της χώρας τους προς την Κίνα, παρά για το οπλοστάσιο της τελευταίας.
Μια εκδοχή αυτής της συζήτησης είχε έρθει στο προσκήνιο επί Ομπάμα με αφορμή το Ιράν. Αυτό που επιτεύχθηκε στον Ψυχρό Πόλεμο έγινε και με τους μουλάδες. Με τον Στρατάρχη, όμως, της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βόρειας Κορέας, τον Μέγα Διάδοχο και Ήλιο του 21ου αιώνα, όπως είναι τα προσωνύμια που αποδίδονται στον Κιμ Γιονγκ Ουν, μπορεί να γίνει;
Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι τα όπλα δεν θα κελαηδήσουν -ενδεικτικό ότι μόλις τρεις στους δέκα Αμερικανούς εκτιμούν ότι η κρίση σε πόλεμο θα οδηγήσει-, αλλά ένα θερμό επεισόδιο δεν μοιάζει και απίθανο. Κουβέντα την κουβέντα, tweet το tweet, το ατύχημα δεν αργεί, ένας «λανθασμένος συναγερμός» αρκεί.
Το πρόβλημα είναι ότι από τη μια πλευρά έχουμε τον Κιμ, που προσπαθεί με στρατιωτική ισχύ να διασφαλίσει τη χώρα και την εξουσία του.
Από την άλλη, έχουμε στις ΗΠΑ έναν πρόεδρο στριμωγμένο και απρόβλεπτο.
Για τη Βόρεια Κορέα, το Ιράκ και η Λιβύη την έπαθαν γιατί από πυρηνικά δεν έμαθαν. Έτσι το καθεστώς επενδύει σ’ αυτά, γιατί θεωρεί ότι εγγυώνται την ύπαρξή του στη χερσόνησο, που παραμένει η τελευταία μεγάλη διαίρεση του Ψυχρού Πολέμου.
Για τον Τραμπ, το βορειοκορεατικό προσφέρει διέξοδο από το δύσκολο εσωτερικό σκηνικό.
Θα λειτουργήσουν οι δικλίδες ασφαλείας με τους παλικαράδες στη γωνία ή η κατάσταση θα επιδεινωθεί, προτού σταθεροποιηθεί, ελέω Κίνας, που έχει το κουμπί;