Ο σταθμός «Βενιζέλου» του μετρό της Θεσσαλονίκης και ο αρχαιολογικός του χώρος θα αποδοθούν ταυτόχρονα στο κοινό το αργότερο έως το 2022.
Αυτό σημειώθηκε σήμερα στη συνεδρίαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ), τα μέλη του οποίου έδωσαν ομόφωνα το «πράσινο φως» σε δυο τεχνικές μελέτες.
Οι μελέτες, που παρουσιάστηκαν από τον διευθυντή του μετρό Θεσσαλονίκης, Γιώργο Κωνσταντινίδη, αφορούν κυρίως στην προστασία των σημαντικών βυζαντινών αρχαιοτήτων, που ανακαλύφθηκαν κάτω από τον κόμβο των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου, κατά τη διάρκεια των εργασιών για την κατασκευή του σταθμού.
Όπως ειπώθηκε στη συνεδρίαση, τα τεχνικά βήματα που θα ακολουθηθούν είναι η κατασκευή μικροπασσάλων για την αντιστήριξη των δυο φρεατίων, η συνέχιση της ανασκαφής που έχει ήδη ξεκινήσει στην περιοχή τους, η προσωρινή επίχωση του κεντρικού τμήματος του σκάμματος και η δημιουργία πλάκας οροφής που θα «στεγάζει» κεντρικό τμήμα και φρεάτια. Το έργο της κατασκευής του σταθμού θα ξεκινήσει μετά την ολοκλήρωση της πλάκας οροφής, με τις εργασίες να προχωρούν όσο γίνεται παράλληλα, πάντα «με άξονα την καλή συνεργασία των εμπλεκόμενων μερών», δηλαδή του υπουργείου Πολιτισμού, της αναδόχου εταιρείας κατασκευής του μετρό και του δήμου Θεσσαλονίκης.
MOTIONTEAM/ΤΡΙΑΝΤΟΣ ΝΙΚΟΣ
«Αυτό, που πριν λίγα χρόνια φαινόταν αδύνατο, είναι σήμερα εφικτό» δήλωσε η Πολυξένη Αδάμ - Βελένη, αναπληρώτρια προϊσταμένη στην εφορεία αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, τονίζοντας ότι «έχουμε μπει σε μια πολύ καλή ευθεία υλοποίησης του έργου του σταθμού», αλλά και την πρωτοτυπία «ενός σταθμού που θα είναι ο ίδιος αρχαιολογικός χώρος».
Σημειώνεται ότι για την προσωρινή επίχωση των αρχαιοτήτων του κεντρικού σκάμματος, οι οποίες δεν θα μετακινηθούν, θα χρησιμοποιηθούν, κυρίως, σακιά άμμου - γεγονός που θα εξασφαλίζει την προστασία τους κατά τη διάρκεια κατασκευής του σταθμού. Η αφαίρεση των σακιών και η πρόσβαση στον χώρο κατά τη διάρκεια των εργασιών θα μπορούν να γίνονται μέσα από μια οπή 15 τ.μ., ενώ οι αρχαιότητες, που αποσπάστηκαν από τον περιορισμένο χώρο των δυο φρεατίων, θα επανέλθουν μετά την ολοκλήρωση των ανασκαφών. Παράλληλα, θα προετοιμάζεται και η ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου σε επίπεδο μελετών, ενώ, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του ΚΑΣ, 1,5 χρόνια πριν από την περάτωση του σταθμού, θα πρέπει να εφαρμοστεί εγκεκριμένη μελέτη ανάδειξης, στερέωσης και διαμόρφωσης του χώρου, ώστε σταθμός και αρχαία να παραδοθούν ταυτόχρονα.
Υπενθυμίζεται ότι ο σταθμός χωροθετείται στη διασταύρωση των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου, όπου, κατά τη διάρκεια των ανασκαφών για την κατασκευή του μετρό Θεσσαλονίκης, αποκαλύφθηκε τμήμα της κοσμικής πόλης της ύστερης αρχαιότητας και των βυζαντινών χρόνων. Πρόκειται για τη διασταύρωση του Decumanus Maximus, της πλακόστρωτης μέσης οδού των Βυζαντινών, την οποία διατρέχει σήμερα η Εγνατία, και του cardo (την οποία ορίζει η Βενιζέλου), που εντοπίστηκε έξι περίπου μέτρα κάτω από τον σύγχρονο οδικό κόμβο - γεγονός που μαρτυρεί τη διαχρονικότητα της πόλης για περισσότερο από 16 αιώνες. Μεταξύ των ευρημάτων, ξεχωρίζουν, επίσης, τμήματα των δημοσίων κτηρίων που στέγαζαν εμπορικές χρήσεις, κυρίως αργυροχρυσοχοΐας (όπως ακριβώς και σήμερα), αλλά και του εντυπωσιακού τετράπυλου που σηματοδοτούσε τη διασταύρωση.