Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Έβαλε φωτιά στα θεμέλια του χρηματοπιστωτικού συστήματος και κλόνισε το αίσθημα ασφάλειας των επενδυτών παγκοσμίως. Ο λόγος για το διατραπεζικό επιτόκιο Libor του Λονδίνου που πριν από πέντε χρόνια είχε βρεθεί στο επίκεντρο του πολύκροτου σκανδάλου χειραγώγησής του με εμπλοκή κορυφαίων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων του πλανήτη, με απώτερο στόχο τη διαμόρφωση των τιμών προς όφελος των τραπεζών, οδηγώντας σε έρευνες επί ερευνών, αλλεπάλληλες δίκες και επιβολή προστίμων αξίας αρκετών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Και μετά σιγή.
Σήμερα, με το δεύτερο εξάμηνο του 2017 να έχει ξεκινήσει, βγήκε ξαφνικά η είδηση ότι το διατραπεζικό επιτόκιο Libor θα πάψει να υφίσταται μέσα σε τέσσερα έτη με την προοπτική να αντικατασταθεί από ένα «πιο αξιόπιστο εναλλακτικό εργαλείο». Οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές χρειάστηκαν μία ολόκληρη πενταετία για να αποφασίσουν ότι το Libor δεν είναι ασφαλές για την αγορά και ως εκ τούτου δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα.
Παρά την απανταχού παρουσία του, η μεγάλη σημασία του Libor δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστή. Αυτό όμως που έγινε κατανοητό στο ευρύ κοινό από το 2012, όταν αποκαλύφθηκε ότι κορυφαίες τράπεζες είχαν δημιουργήσει καρτέλ για να χειραγωγήσουν το επιτόκιο αναφοράς, ήταν η ανάγκη για μία άμεση μεταρρύθμιση του συστήματος.
Το Libor είναι ένα επιτόκιο που απεικονίζει με τι επιτόκια δανείζονται οι τράπεζες μεταξύ τους. Ορίζεται καθημερινά από τις ίδιες τις τράπεζες που έχουν έδρα στο Σίτι του Λονδίνου και αποτελεί σημείο αναφοράς για την κοστολόγηση μίας πλατιάς γκάμας επενδυτικών προϊόντων, όπως καταναλωτικών, φοιτητικών, στεγαστικών και πάσης φύσεως άλλων δανείων. Βεβαίως, υπάρχουν και άλλα διατραπεζικά επιτόκια, όπως το Euribor, που καθορίζεται από τράπεζες της Ευρωζώνης.
Αρα, η διαμόρφωση του Libor επηρεάζει άμεσα πολλούς επενδυτές, ακόμη και απλό κόσμο, ο οποίος προσπάθησε τότε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του τη στιγμή που αυτές κοστολογούνταν με βάση ένα εύκολο χειραγωγήσιμο κυμαινόμενο επιτόκιο. Και αφού δεν ορίζεται από πραγματικά στοιχεία της πραγματικής οικονομίας, το εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι πώς θα μπορούσε να εξασφαλιστεί η αντικειμενικότητα της διαμόρφωσής του; Και του οιουδήποτε νέου χρηματοοικονομικού εργαλείου που έρχεται στην αγορά;