Αυτό που εμπόδισε τη λύση στις συνομιλίες του Κυπριακού στο Κραν Μοντανά, δεν είναι το τι θα μπορούσε να είναι το τελικό αποτέλεσμα, αλλά η αδυναμία να φτάσουμε σε αυτό το τελικό αποτέλεσμα, είπε ο Ειδικός Σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για την Κύπρο Έσπεν Μπαρθ Άιντε, σε συνέντευξη στο ΚΥΠΕ, μετά την κατάρρευση των συνομιλιών στο ελβετικό θέρετρο.
Ο κ. Άιντε αναφέρθηκε στη συνέντευξή του σε «μια συλλογική αποτυχία», η οποία - υποστηρίζει - «συμπεριλαμβάνει όλους όσους ήταν εκεί». Όπως σημειώνει, αν κάτι αποτύχει, «όλοι πρέπει να σκεφτούν τι έπρεπε να κάνω για να το βελτιώσω, αντί να τρέχω και να πω ότι όλοι οι άλλοι έκαναν τα λάθη».
Σχετικά με το ακανθώδες ζήτημα της κατάργησης του ισχύοντος συστήματος εγγυήσεων, όπως οριζόταν στις Συνθήκες του 1960, οι οποίες εγκαθίδρυσαν την Κυπριακή Δημοκρατία, ο κ. Άιντε ανέφερε ότι τα πράγματα κινούνταν προς μια «σημαντική πρόοδο (breakthrough) στις εγγυήσεις, αλλά εξακολουθούσαν να υπάρχουν τα εκκρεμή ζητήματα για τα στρατεύματα». «Μεταξύ της ρήτρας "λήξη της ισχύος" και της αναθεώρησής της διαχρονικά, δεν είχαμε ακόμα την τελική συμφωνία», είπε.
Δήλωσε επίσης ότι υπήρχαν κάποια «πολύ σημαντικά και πολύ εποικοδομητικά ανοίγματα από την ελληνοκυπριακή πλευρά και τον κ. Αναστασιάδη στις εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού, τα οποία παρουσιάστηκαν εντός του πλαισίου να ικανοποιείτο κι αυτός σε άλλα θέματα.
Απαντώντας σε ερωτήσεις, είπε ότι στο πολύωρο δείπνο της 6ης Ιουλίου, που συνεχίστηκε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της Παρασκευής, «όλοι στο δωμάτιο καταλάβαιναν ότι αυτό δεν οδηγούσε κάπου. Υπήρχε επιδείνωση της εμπιστοσύνης ... Το κλίμα, ο τόνος, ο τρόπος που μιλούσαν οι άνθρωποι μεταξύ τους και για τους άλλους, δεν ταίριαζε σε ανθρώπους που επρόκειτο να ενωθούν».
O κ. Άινταε αναφέρθηκε σε μία συμφωνία πακέτο και μίλησε για έξι στρατηγικά θέματα που αφορούσαν την αντικατάσταση της Συνθήκης Εγγυήσεων από έναν μηχανισμό εφαρμογής, το μέλλον των στρατευμάτων, την εκ περιτροπής προεδρία, το μέλλον μιας «ιδιαίτερης τοποθεσίας» -όπως το περιγράφει, εννοώντας τη Μόρφου- το καθεστώς του περιουσιακού και την ισοδύναμη ή ειδική μεταχείριση των Τούρκων υπηκόων.
«Αν είχαμε απαντήσει αυτά τα ερωτήματα, θα μπορούσαμε να είμαστε πέραν από το σημείο μη επιστροφής», παραδέχτηκε.