Την επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας διαπραγμάτευσης μεταξύ υπουργείου Υγείας και φαρμακευτικών εταιρειών, για την εξασφάλιση σημαντικά φθηνότερων θεραπειών έναντι του Δελτίου Τιμών στην Ηπατίτιδα C, επιδιώκει να επαναλάβει η κυβέρνηση και σε άλλες θεραπευτικές κατηγορίες. Ήδη μέσα στον Ιούλιο, η υποεπιτροπή διαπραγμάτευσης φαρμάκων του υπουργείου, έχει καλέσει τις φαρμακευτικές εταιρείες να αποστείλουν συμπληρωμένους φακέλους για την έναρξη διαπραγμάτευσης και στην Πολλαπλή Σκλήρυνση (ΠΣ).
Μπορεί βέβαια το εγχείρημα για τις θεραπείες της Ηπατίτιδας C να ολοκληρώθηκε με επιτυχία, όπως υποστηρίζει το υπουργείο, και μπορεί να υπάρχει ένα θετικό προηγούμενο για τη διαδικασία, όμως οι διαπραγματεύσεις δεν μπορούν να ακολουθήσουν μια κοινή διαδικασία για όλες τις θεραπευτικές κατηγορίες. Με την ίδια λογική, έχει ήδη ζητηθεί από τις 7 εταιρείες που διακινούν θεραπευτικά σκευάσματα για την Πολλαπλή Σκλήρυνση στην Ελλάδα να καταθέσουν φακέλους με όλα τα απαιτούμενα στοιχεία ώστε να υποστηρίξουν την «υποψηφιότητα» του κάθε σκευάσματος ως προς τη θεραπευτική του αξία.
Η όλη αυτή διαδικασία προκαλεί προβληματισμό στις φαρμακευτικές εταιρείες της ΠΣ, οι οποίες διαπιστώνουν από τον τρόπο της «διαπραγμάτευσης» ότι δεν υπάρχουν ξεκάθαροι κανόνες για τις ποσότητες των φαρμάκων, τη χρονική διάρκεια της συμφωνίας και τον τρόπο διεξαγωγής. Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και στην ηπατίτιδα, η οποία όμως αποτελούσε μια εντελώς νέα θεραπευτική κατηγορία που θα επιβάρυνε περαιτέρω τον προϋπολογισμό, καθώς τα σκευάσματα που εισήλθαν στη διαδικασία ήταν «τελευταίας γενιάς», εξασφαλίζοντας εκρίζωση της νόσου.
Στην περίπτωση όμως της Πολλαπλής Σκλήρυνσης τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Πρόκειται για χρονίως ασθενείς χωρίς προοπτική ίασης, όπου οι θεραπείες στοχεύουν στη μείωση των συμπτωμάτων και στην καθυστέρηση της εξέλιξης και της προκαλούμενης αναπηρίας. Τα διαθέσιμα φαρμακευτικά σκευάσματα (παλαιότερα και καινούργια) δίνουν τη δυνατότητα στην ιατρική κοινότητα για πιο εξατομικευμένη θεραπεία και βέλτιστα αποτελέσματα. Η οποιαδήποτε παρέμβαση στη σημερινή πρακτική για περιορισμό κόστους θα επιφέρει αύξηση υποτροπών με πολλαπλάσια επιβάρυνση στον προϋπολογισμό των φαρμάκων και στο σύστημα υγείας εν γένει.
Επίσης, o πληθυσμός των ασθενών, από τη στιγμή που δεν υπάρχει μητρώο, δεν είναι καταγεγραμμένος, αλλά παραμένει σταθερός. Εικάζεται ότι οι Έλληνες οι οποίοι βρίσκονται υπό θεραπεία ανέρχονται στους 12.000 περίπου, ενώ παράλληλα κάθε χρόνο διαγιγνώσκονται μερικές δεκάδες νέοι ασθενείς. Ο δε προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ για τους ασθενείς αυτούς επίσης δεν είναι προσδιορισμένος. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, υπολογίζεται ότι η συνολική αξία των 12 σκευασμάτων που κυκλοφορούν στη χώρα από την αρχική τιμή που τιμολογούν οι εταιρείες στον ΕΟΠΥΥ, μετά την αφαίρεση του rebate και του clawback (υποχρεωτικές μειώσεις και επιστροφές), είναι συνολικά περίπου 30% χαμηλότερη.
Κατά μέσο όρο, λοιπόν, μετά και τη θέσπιση του νέου rebate, κάθε σκεύασμα αποζημιώνεται από τον ΕΟΠΥΥ σε τιμή τουλάχιστον κατά 40% μειωμένη σε σχέση με την «τιμή παραγωγού», η οποία είναι μία από τις χαμηλότερες τιμές της Ευρώπης. Ήδη από την εφαρμογή του νέου rebate για το 2017 (από 3% ή 4,5% έφτασε το 12% έως 20%) επήλθε περαιτέρω μείωση στην καθαρή τιμή αποζημίωσης.
Οι εκπρόσωποι των φαρμακευτικών εταιρειών δικαίως προβληματίζονται από τη στιγμή που τα φάρμακα αποζημιώνονται ήδη σε συνεχώς μειούμενες τιμές. Η απαίτηση για επιπλέον εκπτώσεις δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, χωρίς να υπάρχει η εγγύηση ως προς την ποσότητα φαρμάκων, τη διάρκεια της συμφωνίας και των όρων πληρωμής, γιατί βάζει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά τους.
Όλα αυτά συμβάλλουν στο να αυξάνεται και η ανησυχία των ασθενών για αποκλεισμό από τις υπάρχουσες ή τις μελλοντικές θεραπείες για την Πολλαπλή Σκλήρυνση. Εάν, για παράδειγμα, μία θεραπεία προτιμηθεί έναντι άλλης λόγω χαμηλότερης τιμής, ποιος θα είναι εκείνος που θα αναλάβει την ευθύνη να αλλάξει τη θεραπεία σε έναν ήδη ρυθμισμένο ασθενή;
Οι προβληματισμοί είναι πολλοί, καθώς -όπως σωστά σημειώνουν ασθενείς και εταιρείες- δεν είναι όλα ζήτημα… τιμής.