Μη σταθερά αποτελέσματα ως προς τις επιπτώσεις από επένδυση σπόρων ελαιοκράμβης με νεονικοτινοειδή στην υγεία των μελισσών, των βομβίνων ή των αγριομελισσών δίνει μεγάλης κλίμακας μελέτη αγρού σε τρεις χώρες, η οποία διενεργήθηκε από το Κέντρο Οικολογίας και Υδρολογίας (CEH) στη Μεγ. Βρετανία και χρηματοδοτήθηκε από την Bayer και τη Syngenta.
Σκοπός της μελέτης, που δημοσιεύθηκε στο Science, ήταν να εξετάσει τις επιπτώσεις σε αποικίες μελισσών που επισκέπτονται για να τραφούν καλλιέργεια ελαιοκράμβης με και χωρίς επένδυση σπόρων με νεονικοτινοειδή υπό ρεαλιστικές συνθήκες αγρού. Ένα πείραμα αγρού σε είδη βομβίνων και άγριων μελισσών έγινε στα πλαίσια της μελέτης.
Το CEH δεν απέδειξε σταθερές επιπτώσεις σε Γερμανία, Ουγγαρία και Μεγάλη Βρετανία στους βασικούς δείκτες υγείας των μελισσών όπως είναι η ευρωστία της αποικίας, η θνησιμότητα των εργατριών, η επιτυχής διαχείμαση της αποικίας, η συμπεριφορά ή ευαισθησία των μελισσών σε ασθένειες.
Στο τμήμα της μελέτης, που έγινε στη Γερμανία, οι ερευνητές βρήκαν ένα θετικό συσχετισμό ανάμεσα στην απόδοση της κυψέλης και την επένδυση σπόρων με νεονικοτινοειδή, για παράδειγμα η ευρωστία της αποικίας των μελισσών αυξήθηκε όταν οι μέλισσες επισκέπτονταν για να τραφούν ελαιοκράμβη με επένδυση σπόρου. Αυτό συμφωνεί με την παρατήρηση ότι οι αποικίες στις τοποθεσίες με ελαιοκράμβη με επένδυση σπόρων ήταν κατά μέσο όρο πιο εύρωστες στην αρχή της μελέτης σε σχέση σε με τις περιοχές όπου δεν χρησιμοποιήθηκε επένδυση σπόρων.
Αντίθετα, μία πιο ασθενής απόδοση αποικίας παρατηρήθηκε στο Η.Β. και μερικώς στην Ουγγαρία. Η θνησιμότητα στις αποικίες στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν υπερβολικά υψηλή σε όλες τις τοποθεσίες για να στηρίξει ισχυρά επιστημονικά συμπεράσματα, ιδιαίτερα για την ευρωστία της αποικίας κατά τη διαχείμαση. Συνεπώς, δεν μπορούν από αυτές τις τοποθεσίες να εξαχθούν αξιόπιστα συμπεράσματα αξιολόγησης της επικινδυνότητας που να προήλθαν από αυτές τις τοποθεσίες.
Στην Ουγγαρία, ο μέσος όρος ευρωστίας των αποικιών στις τοποθεσίες με επένδυση σπόρου ήταν ελαφρώς χαμηλότερος στην έναρξη της μελέτης απ’ ότι στις περιοχές χωρίς επένδυση και η ποικιλομορφία του περιβάλλοντος τοπίου διέφερε μεταξύ των τοποθεσιών με και χωρίς επένδυση σπόρων.
Όπως εξηγεί ο Dr. Richard Schmuck, Διευθυντής Περιβαλλοντικής Ασφάλειας του Τομέα Επιστήμης Γεωργίας της Bayer, «Προκειμένου να κατανοήσουμε τέτοιες αντιφατικότητες μεταξύ των αποτελεσμάτων στις χώρες, είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη μας ότι στη μελέτη του CEH, οι αποικίες μελισσών διαφορετικής ευρωστίας δεν ήταν ισοδύναμα κατανεμημένες στις διαφορετικές τοποθεσίες. Πρόσφατα, ολοκληρώσαμε μία ανάλυση ευαισθησίας μίας βάσης δεδομένων με στοιχεία 20 ετών μελετών αγρού που δείχνει ότι η ανάπτυξη των αποικιών των μελισσών επηρεάζεται σημαντικά από την ευρωστία της αποικίας κατά την έναρξη της μελέτης».
Αν αυτές οι διαφορές στο μέγεθος της κυψέλης και την ποικιλομορφία του γύρω περιβάλλοντος ληφθούν επαρκώς υπόψη, η στατιστική ανάλυση δεν δείχνει πλέον τις αναφερθείσες διαφορές. «Είναι ατυχές ότι η αναφερόμενη στατιστική ανάλυση δεν διορθώθηκε ως προς διαφορές στο μέγεθος της κυψέλης ή διαφορές στο περιβαλλοντικό τοπίο, ωστόσο τονίζει την πολυπλοκότητα της διενέργειας μιας τέτοιας μελέτης σε τόσο μεγάλη κλίμακα», πρόσθεσε ο Schmuck και συμπλήρωσε: «Επομένως, δεν συμφωνούμε με την ερμηνεία του CEH ότι ανεπιθύμητες ενέργειες της επένδυσης σπόρων μπορούν να αποδειχθούν από αυτή τη μελέτη, και είμαστε πεπεισμένοι ότι τα νεονικοτινοειδή είναι ασφαλή όταν χρησιμοποιούνται και εφαρμόζονται με υπευθυνότητα».
Μελέτες σε άγριες μέλισσες χρήζουν προσεκτικής ανάλυσης
Το έγγραφο του CEH επίσης αναφέρει μια μη σταθερή και με μεγάλη παραλλακτικότητα συσχέτιση μεταξύ της έκθεσης σε ελαιοκράμβη με επένδυση σπόρων και τις επιπτώσεις σε βομβίνους, Bombus terrestris και την αγριομέλισσα, Osmia. Πράγματι, το μόνο στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα ήταν στους αριθμούς των κηφήνων σε βομβίνους, που ήταν υψηλοί στη Γερμανία σε ελαιοκράμβη με επένδυση σπόρων συγκρινόμενο με την εφαρμογή χωρίς επένδυση σπόρων, αλλά χαμηλό στη Μεγάλη Βρετανία. Οι συγγραφείς σχολιάζουν στο έγγραφο ότι ούτε η βασίλισσα των βομβίνων ούτε η παραγωγή των αγριομελισσών «επηρεάστηκαν απευθείας από τις επενδύσεις σπόρων στην κάθε χώρα».
Ωστόσο, υπήρξε περαιτέρω στατιστική ανάλυση από τους συγγραφείς που υποδεικνύει ότι η παραγωγή βασιλισσών σε Bombus και αναπαραγωγικών κυττάρων στην Osmia μπορεί να επηρεαστεί από την έκθεση σε νεονικοτινοειδή. Παρόλα αυτά, αυτή η ανάλυση διεξήχθη σε ομαδοποιημένα δεδομένα, για παράδειγμα όταν τα αποτελέσματα και των τριών χωρών προστέθηκαν αριθμητικά το ένα στο άλλο, και τέτοιοι συσχετισμοί δεν θα είχαν παρατηρηθεί αν τα δεδομένα αναλύονταν ξεχωριστά για κάθε χώρα.