Τις τελευταίες εβδομάδες οι ειδήσεις για δεκάδες πλοιάρια που μεταφέρουν απελπισμένους ανθρώπους από τη Νιγηρία, τη Γουινέα ή το Μπαγκλαντές από τις αφρικανικές ακτές στην Ιταλία διαδέχονται η μια την άλλη. Ο Μεσογειακός Διάδρομος παραμένει επισφαλής για τους πρόσφυγες και μετανάστες, ενώ τα πλοιάρια που τους μεταφέρουν είναι τις περισσότερες φορές ακατάλληλα και υπερπλήρη.
Από τις αρχές του χρόνου περίπου 41.000 άνθρωποι κατέφτασαν στις ιταλικές ακτές. Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση για τη Μετανάστευση ΙΟΜ, ο αριθμός είναι αυξημένος κατά 10.000 σε σχέση με την περασμένη χρονιά. Περισσότεροι από 1.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Το γεγονός ότι οι ανθρώπινες απώλειες δεν ήταν περισσότερες, οφείλεται στις υπεράνθρωπες προσπάθειες των σωστικών συνεργείων και των εκατοντάδων εθελοντών.
Στο έλεος των διακινητών
Η Ε.Ε. δεν φαίνεται να είναι σε θέση να τερματίσει αυτό το δράμα. «Μετά το κλείσιμο των τουρκικών συνόρων, οι άνθρωποι αναγκάζονται να αφεθούν στα χέρια διακινητών», εκτιμά η Μπάρμπαρα Λομπίλερ από τους Γερμανούς Πράσινους. Μέχρι στιγμής πάντως και παρά τα προβλήματα που παρατηρούνται αλλά και τις πολιτικές αναταράξεις στις σχέσεις της ΕΕ με την Τουρκία, η προσφυγική συμφωνία φαίνεται να αποδίδει καρπούς.
Ανάλογες συμφωνίες επιχειρεί να κλείσει η Ε.Ε. τώρα και με τις χώρες του Μαγκρέμπ και πρωτίστως τη Λιβύη. Ο Αυστριακός υπ. Εσωτερικών Βόλφγκανγκ Σαμπότκα τόνισε πρόσφατα ότι η διάσωση στις θάλασσες της Μεσογείου «δεν μπορεί να ισοδυναμεί με εισιτήριο για την Ευρώπη». Με άλλα λόγια, η Ε.Ε. θέλει να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να ξεκινούν καν το ταξίδι τους για την Ευρώπη.
Ήδη τον Φεβρουάριο καταρτίστηκε ένα σχέδιο 10 σημείων που προβλέπει μεταξύ άλλων την εκπαίδευση της λιβυκής ακτοφυλακής αλλά και τη βελτίωση των συνθηκών στα κέντρα υποδοχής προσφύγων. Ο απολογισμός της σχετικής δράσης είναι επιεικώς πενιχρός. Μέχρι στιγμής έχουν εκπαιδευτεί περί τους 100 άνδρες και γυναίκες της ακτοφυλακής.
Συμφωνία με τη διχασμένη πολιτικά Λιβύη;
Την όλη κατάσταση περιπλέκει και η σύνθετη πολιτική πραγματικότητα στη χώρα. Στη Λιβύη υπάρχουν σήμερα ουσιαστικά τρεις κυβερνήσεις. Μετά την πτώση του Καντάφι το 2011 η χώρα είναι διχασμένη. Πολιτοφυλακές και τρομοκρατικές οργανώσεις έχουν υπό τον έλεγχό τους μεγάλα τμήματα της χώρας. «Η ΕΕ πρέπει και κάνει τα πάντα προκειμένου να βοηθήσει τη Λιβύη να αποκτήσει μια κυβέρνηση που να μπορεί να δουλέψει», λέει η Μπάρμπαρα Λομπίλερ.
Η ίδια επιμένει πάντως στη γνωστή, πλην δύσκολα υλοποιήσιμη πολιτικά συνταγή για την αντιμετώπιση της κρίσης: την καταπολέμηση των αιτιών της. «Θα πρέπει να διεξαχθούν ειρηνευτικές συνομιλίες υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Επίσης θα πρέπει να στηριχθούν οι όμορες με τη Συρία χώρες, όπως ο Λίβανος και η Ιορδανία, που υποδέχονται μαζικά πρόσφυγες, προκειμένου αυτοί να μπορούν να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο και να αποκτήσουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας». Και η ίδια παραδέχεται όμως ότι τα μέτρα αυτά δεν δρουν άμεσα, αλλά σε βάθος χρόνου.
Καταρχήν λοιπόν τα κύματα προσφύγων θα συνεχιστούν. Μόνον στη Λιβύη εκτιμάται ότι περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι προετοιμάζονται για το επικίνδυνο ταξίδι τους προς την Ευρώπη. «Το ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν να επιλέγουν το Μεσογειακό Διάδομο με όλους τους κινδύνους που τη συνοδεύουν καταδεικνύει ότι δεν έχουν άλλη επιλογή», εκτιμά η Ασπασία Παπαδοπούλου από την ΜΚΟ European Council on Refugees and Exils. H ίδια ζητά να διευρυνθούν οι δυνατότητες νόμιμης μετανάστευσης, εκτιμά ωστόσο ότι ως προς αυτό δεν υπάρχει στην Ε.Ε. η αναγκαία πολιτική βούληση.