Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Η διαφαινόμενη συμφωνία για τη δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος συνιστά θετική εξέλιξη με πικρή γεύση.
Θετική εξέλιξη, ως εκ των ων ουκ άνευ, προκειμένου η χώρα να συνεχίσει όρθια. Το ελληνικό Δημόσιο θα καταβάλει 7,5 δισ. σε ωριμάνσεις χρέους τον Ιούλιο, αποτρέποντας τα χειρότερα σενάρια, θα επαναφέρει τουλάχιστον προσωρινά τη σταθερότητα, θα αποπληρώσει μέρος των ληξιπρόθεσμων οφειλών του και θα πληρώσει μισθούς και συντάξεις.
Με πικρή γεύση, διότι επισφραγίζει νέες δημοσιονομικές περιοριστικές παρεμβάσεις οι οποίες, μετά τον υφεσιακό κύκλο των προηγούμενων ετών, επιβαρύνουν περαιτέρω την πραγματική οικονομία, υπονομεύοντας την προοπτική βιώσιμης ανάπτυξης.
Το αρνητικό πρόσημο της αμφίσημης συμφωνίας δεν ήταν αναπόφευκτο σε αυτόν τον βαθμό. Η καθυστέρηση της αξιολόγησης, ένας χρόνος και δύο μήνες, απεικονίζει την κρίση εμπιστοσύνης στο τραπέζι των διαβουλεύσεων.
Τις εκάστοτε παλινωδίες των προηγούμενων κυβερνήσεων διαδέχτηκαν οι δραματικοί χειρισμοί των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ το 2015. Θέτοντας τη διαδικασία εκτός του πλαισίου των ευρωπαϊκών κανόνων, σημάδεψαν τις σχέσεις με τον διεθνή παράγοντα, ο οποίος δεν έχασε την ευκαιρία που απλόχερα του πρόσφεραν να χρησιμοποιήσει το «κακό παιδί» της Ευρωζώνης προς παραδειγματισμό στην περιοχή της νομισματικής ένωσης.
Η στάση αυτή των θεσμικών πιστωτών συμπίπτει με την έκδηλη απόφαση της κυβέρνησης να σηκώσει με κάθε κόστος το βάρος «τοξικών» επιλογών, ακόμη κι αν αυτό προϋποθέτει στροφή 180 μοιρών από τις αρχικές της θέσεις. Χαρακτηριστική είναι η σιγουριά που επικρατεί στο Μέγαρο Μαξίμου εν όψει της ψηφοφορίας για τα νέα μέτρα, που ανέρχονται σε 1%+1% του ΑΕΠ για τα έτη 2019 και 2020, αντίστοιχα, χωρίς να «ξεκλειδώνουν» νέα χρηματοδότηση.
Η διαφαινόμενη συμφωνία είναι αναγκαία για να προχωρήσουν τα πράγματα. Δεν είναι όμως ικανή να βάλει την οικονομία σε τροχιά ανάκαμψης.
Το μίγμα της προσαρμογής που βασίζεται στην αύξηση φορολογικών βαρών έναντι της περικοπής δαπανών και της εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, σε συνδυασμό με τη χρονοτριβή στην αξιολόγηση, οδήγησε εκ νέου το ΑΕΠ σε πτώση· 1,1% ήδη από το τέταρτο 3μηνο του 2016, τάση που μεταφέρθηκε και στο πρώτο 3μηνο του 2017.
Οι καταθέσεις υποχώρησαν και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυξήθηκαν, όπως και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και του ιδιωτικού τομέα προς το Δημόσιο. Οι επενδυτές παραμένουν επιφυλακτικοί, οι εξαγωγές στάσιμες.
Η απασχόληση σημείωσε κάμψη το τέταρτο 3μηνο του 2016 και το σκηνικό που διαμορφώνεται καθιστά φιλόδοξη την αρχική εκτίμηση για ανάπτυξη 2,7% του ΑΕΠ το 2017· προβλέψεις έχουν πλέον αφετηρία το 0,5% του ΑΕΠ.
Εφαρμόζουμε δηλαδή το χειρότερο σκέλος των μνημονίων με τον χειρότερο τρόπο, αποστερώντας την οικονομία από τη δυναμική που θα έπρεπε να σηματοδοτούν τα ορόσημα κατά την υλοποίηση του προγράμματος.
Διαιωνίζουμε την κρίση.