Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
«Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες/παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα/το αίμα το φαρμακερό των ερπετών/Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι».
Μέρες που ,ναι, μισό αιώνα από το πραξικόπημα του 1967, «Οι γάτες τ’ άη-Νικόλα» δεν ξαργούνε. Ο Σεφέρης έπιασε το λαϊκό παραμύθι για τις γάτες που είχαν σώσει το μοναστήρι από μια εισβολή φαρμακερών φιδιών και το μετέτρεψε σε μια πικρή παραβολή της εποχής: περνούν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί αδυσώπητου αγώνα, οι δυνάμεις του καλού υπερισχύουν, απλώς και μόνον για να καταστραφούν κι εκείνες.
«Οι γάτες τ’ άη-Νικόλα» «δημοσιευμένες στο εξωτερικό, δεν αποτελούσαν το είδος της δημόσιας δήλωσης που περίμεναν από κοινού φίλοι και κριτικοί από τον μοναδικό κάτοχο στην Ελλάδα ενός Βραβείου Νόμπελ. Η πολιτική αναφορά του ποιήματος είναι έμμεση και πλάγια... Απαιτείται κάτι περισσότερο, και ο Γιώργος το γνωρίζει» (από το βιβλίο του Ρόντρικ Μπήτον «Περιμένοντας τον Άγγελο»).
Ο Γιώργος το γνωρίζει και σε κάτι λιγότερο από δύο μήνες αποφασίζει να λύσει τη σιωπή του και να μιλήσει ανοιχτά κατά της χούντας και της «ανωμαλίας, που πρέπει να σταματήσει», γιατί «η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου».
Άλλη στέγνια τότε, άλλη έγνοια σήμερα. Οικονομική αναβροχιά, αβεβαιότητα τραχιά, «φίδια χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου». Μα, στο δικό μας μοναστήρι πού είναι οι γάτες «άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες», «άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, άλλη χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβιά κουρέλι» να βγουν «τσούρμο για τη μάχη» κι ας χαθούν;
Εδώ και επτά χρόνια δάνεια, περικοπές, μεταρρυθμίσεις, αξιολογήσεις, αντιστάσεις, προφάσεις, καθυστερήσεις, αναλύσεις και πουθενά οριστικές λύσεις. Μας ζώνουνε τα φίδια, ζαρώνουν τα αποκαΐδια, στροβιλίζονται σαρίδια και πάλι μια από τα ίδια.