Η Ουκρανία εισέρχεται στον τέταρτο χρόνο ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ των φιλορώσων αποσχιστών ανταρτών στα ανατολικά και του ουκρανικού στρατού, που έπειτα από σειρά ειρηνευτικών συμφωνιών και επαναλαμβανόμενων εκεχειριών έχει μετατραπεί σε παγωμένη σύγκρουση χωρίς να υπάρχει στον ορίζοντα προοπτική επίλυσης.
Από τον Απρίλιο του 2014 η σύγκρουση στην ανατολική Ουκρανία έχει κοστίσει τη ζωή σε περισσότερους από 10.000 ανθρώπους: ένα κόστος το οποίο κανείς στη χώρα δεν μπορούσε να φανταστεί όταν άρχιζε η φιλοευρωπαϊκή εξέγερση στην πλατεία Μαϊντάν κατά του φιλορώσου προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς.
Στη συνέχεια, το Κίεβο παρακολούθησε ανήμπορο την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία και στη συνέχεια την κατάληψη στις αρχές Απριλίου από φιλορώσους διαδηλωτές κυβερνητικών κτηρίων στο Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ στα ανατολικά.
Οι διαδηλωτές, οι οποίοι ήταν αντίθετοι στις νέες φιλοευρωπαϊκές αρχές της χώρας, άφησαν γρήγορα τη θέση τους σε πολιτοφυλακές αποσχιστών και στις 13 Απριλίου το Κίεβο άρχισε «αντιτρομοκρατική επιχείρηση» για να ανακαταλάβει τις περιοχές που έλεγχαν οι αντάρτες.
Η Ρωσία, η οποία εξακολουθεί να αρνείται ότι έχει οποιαδήποτε εμπλοκή στη σύγκρουση, αναφέρει ότι πρόκειται για εσωτερική διαμάχη της Ουκρανίας. Ωστόσο παραδέχεται ότι Ρώσοι «εθελοντές» έχουν πάει στη χώρα με δική τους πρωτοβουλία για να βοηθήσουν τους αυτονομιστές αντάρτες.
Η σύγκρουση, η μοναδική που μαίνεται σε ευρωπαϊκό έδαφος, έχει προκαλέσει μεγάλη κρίση μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, δύο χώρες με ιστορικά στενές σχέσεις, αλλά και έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, η οποία έχει επιβάλει μια σειρά κυρώσεων εις βάρος της Μόσχας.
Μετά την εκλογή του τον Μάιο του 2014, ο πρόεδρος της Ουκρανίας Πέτρο Ποροσένκο υποσχέθηκε ότι η ανακατάληψη της ανατολικής Ουκρανίας δεν θα διαρκέσει περισσότερο από δύο με τρεις μήνες. «Θα διαρκέσει μερικές ώρες», είπε.
Όμως τρία χρόνια μετά αποδεικνύεται η ανικανότητα του Κιέβου να ανακαταλάβει τις περιοχές που ελέγχονται από τους αποσχιστές. Ο ουκρανικός στρατός, κακά εξοπλισμένος και κακά προετοιμασμένος, γνώρισε πολλές ήττες μετά τις αρχικές του νίκες.
Στο διπλωματικό πεδίο το Κίεβο και οι αντάρτες υπέγραψαν το 2014 στο Μινσκ, με τη συμμετοχή της Ρωσίας και του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), συμφωνία στην οποία περιλαμβάνονταν οι βασικές γραμμές μιας πολιτικής λύσης.
Η συμφωνία επαναβεβαιώθηκε από τους αντάρτες και το Κίεβο τον Φεβρουάριο του 2015. Με την ονομασία Μινσκ 2 οδήγησε σε πολλές εκεχειρίες, που πρακτικά παραβιάζονταν κάθε φορά, ενώ η γραμμή του μετώπου πάγωσε.
Ωστόσο οι εκεχειρίες περιόρισαν σημαντικά τις συγκρούσεις στη διάρκεια του 2016.
Εκτός από το βαρύ ανθρώπινο φορτίο, η σύγκρουση έχει βυθίσει την Ουκρανία σε βαθιά οικονομική κρίση, με αποτέλεσμα το Κίεβο να ζητήσει τη συνδρομή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο του έδωσε το 2015 δάνειο ύψους 17,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η οικονομία της χώρας, η οποία βρίσκεται σε ύφεση εδώ και δύο χρόνια, πλήττεται επίσης από τη διαφθορά και είναι πλέον αντιμέτωπη και με τις επιπτώσεις της διακοπής των εμπορικών συναλλαγών με το ανατολικό τμήμα, που είναι πλούσιο κυρίως σε άνθρακα.
Πηγές: ΑΜΠΕ, Γαλλικό Πρακτορείο