Μελέτη που έγινε στη Σκωτία, και χρηματοδοτήθηκε από το NHS Grampian Microbiology Endowment Fund, διαπίστωσε ότι ο περιορισμός της χρήσης των 4C αντιβιοτικών στον πληθυσμό μείωσε τον συνολικό αριθμό λοιμώξεων από το βακτήριο C difficile. Το βακτηρίδιο Clostridium difficile (κλωστρίδιο το δύσκολο ή C. Difficile) είναι η κύρια αιτία εκδήλωσης μολυσματικής, ενδονοσοκομειακής διάρροιας στις ανεπτυγμένες χώρες.
Μελέτη που έχει γίνει στο παρελθόν και εστίασε στον επιπολασμό του βακτηριδίου Clostridium difficile στην Ευρώπη αποκάλυψε ότι οι περιπτώσεις λοίμωξης από το βακτηρίδιο Clostridium difficile δεν διαγιγνώσκονται λόγω έλλειψης κλινικής υποψίας ή ανεπαρκών εργαστηριακών εξετάσεων.
Η νέα μελέτη που έγινε στη Σκωτία, και η δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο «The Lancet», εστίασε στην ταχεία μείωση των λοιμώξεων από C difficile με παρέμβαση στην επιτήρηση της ορθολογικής χρήσης των 4C αντιβιοτικών.
Όπως λένε οι ερευνητές, αν και πολλά αντιβιοτικά αυξάνουν τον κίνδυνο λοίμωξης από Clostridium difficile μέσω δυσβίωσης, οι ριβότυποι του C difficile που σχετίζονται με επιδημία και χαρακτηρίζονται από την αντοχή τους σε πολλαπλά φάρμακα ενδεχομένως να εξαρτώνται από τις πιέσεις επιλογής αντιβιοτικών που προκύπτουν από τη χρήση των συγκεκριμένων φαρμάκων από τον πληθυσμό. Εξέτασαν λοιπόν, την επίδραση της εθνικής παρέμβασης στην επιτήρηση της ορθολογικής χρήσης (stewardship) των αντιβιοτικών που περιορίζει τη χρήση των 4C αντιβιοτικών (φθοριοκινολόνες, κλινδαμυκίνη, κο-αμοξυκλάβη και κεφαλοσπορίνες) και άλλων στρατηγικών πρόληψης και ελέγχου των λοιμώξεων για την κλινική και μοριακή επιδημιολογία των λοιμώξεων από C difficile στη βορειοανατολική Σκωτία.
Οι επιστήμονες από την 1 Ιανουαρίου 1997 έως 31 Δεκεμβρίου 2012, προσδιορίσανε 4.885 κρούσματα ενδονοσοκομειακής λοίμωξης από C difficile στις 1.289.929 εισαγωγές σε νοσοκομεία της μελέτης και άλλα 1.625 ακόμα κρούσματα με λοίμωξη της κοινότητας από C difficile σε 455.508 ενήλικες που ήταν εγγεγραμμένοι δικαιούχοι πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Όπως παρατήρησαν, η χρήση των 4C αντιβιοτικών μειώθηκε κατά 50% τόσο στα νοσοκομεία, όσο και στην κοινότητα, κατά τη διάρκεια της επιτήρησης της ορθολογικής χρήσης των αντιβιοτικών.
Με την πτωτική χρήση των 4C προβλέφθηκαν ταχείες μειώσεις στους ριβότυπους R001 και R027 με αντοχή σε πολλαπλά φάρμακα. Οι πυκνότητες επιπολασμού της ενδονοσοκομειακής λοίμωξης από C difficile συσχετίστηκαν με τη χρήση της φθοριοκινολόνης, της κεφαλοσπορίνης τρίτης γενιάς, των μακρολιδών και της καρβαπενέμης, εξαιρουμένων των ορίων συνολικής χρήσης ειδικά για τον νοσηλευόμενο πληθυσμό. Η πυκνότητα επιπολασμού της λοίμωξης της κοινότητας από C difficile προβλέφθηκε από τα πρόσφατα ποσοστά ενδονοσοκομειακής λοίμωξης από C difficile, την εισαγωγή της υποχρεωτικής παρακολούθησης σε άτομα άνω των 65 ετών και τη χρήση φθοριοκινολονών και κλινδαμυκίνης από τα πρωτογενή κρούσματα, η οποία υπερβαίνει τα όρια συνολικής χρήσης. Σε σύγκριση με τις προβλέψεις χωρίς παρέμβαση, η πυκνότητα επιπολασμού της λοίμωξης από C difficile μειώθηκε κατά 68% σε νοσοκομεία και 45% στην κοινότητα κατά τη διάρκεια της επιτήρησης της ορθολογικής χρήσης των αντιβιοτικών.
Συμπερασματικά, ο περιορισμός της χρήσης των 4C αντιβιοτικών στον πληθυσμό μείωσε τις εκλεκτικές πιέσεις που ευνοούν τους ριβότυπους που σχετίζονται με επιδημίες και επιδεικνύουν αντοχή σε πολλαπλά φάρμακα και συσχετίστηκε με σημαντικές μειώσεις στον συνολικό αριθμό λοιμώξεων από C difficile. Ωστόσο, οι ερευνητές σημείωσαν ότι οι επαγγελματίες υγείας στην προσπάθεια τους να ελέγξουν το βακτήριο C difficile μέσω της επιτήρησης της ορθολογικής χρήσης των αντιβιοτικών θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις κατανομές των ριβοτύπων και τις μη γραμμικές επιπτώσεις.