Την πολιτική αλλαγή το 2017 θέτει ως προϋπόθεση για να μπορέσει η χώρα να βγει από την κρίση ο Κυριάκος Μητσοτάκης, προσθέτοντας πως η χώρα χρειάζεται ένα τολμηρό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων το οποίο - όπως λέει - η σημερινή κυβέρνηση δεν μπορεί να υλοποιήσει.
Σε άρθρο του στην ετήσια έκδοση του περιοδικού «Τhe Economist» ο πρόεδρος της Ν.Δ. τονίζει πως «το 2017 θα είναι η όγδοη χρονιά των προγραμμάτων διάσωσης της Ελλάδας με τη χώρα να βρίσκεται, αναίτια, στην εντατική, υποστηριζόμενη σε όλες τις βασικές λειτουργίες της οικονομίας της, δίχως να έχει διαφύγει τον κίνδυνο μιας σοβαρής υποτροπής». Όπως σημειώνει η παρατεινόμενη ελληνική κρίση αποτελεί κατά κύριο λόγο μια αποτυχία του πολιτικού μας συστήματος και σε αυτή τη λογική «μια πολιτική αλλαγή μπορεί να φέρει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα». Σύμφωνα με τον κ. Μητσοτάκη οι σημαντικές θυσίες όλα αυτά τα χρόνια κινδυνεύουν να εξαϋλωθούν, αν η πολιτική αλλαγή δεν επέλθει εγκαίρως.
Όπως λέει ο πρόεδρος της Ν.Δ., σήμερα η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας γνωρίζει τι πρέπει να γίνει στη χώρα, πως θα πρέπει να προσαρμοστεί ο κρατικός μηχανισμός, να εξορθολογιστεί το θεσμικό πλαίσιο, να ενδυναμωθούν ανεξάρτητοι θεσμοί, να διευκολυνθεί το επιχειρείν και να επιταχυνθούν οι αποκρατικοποιήσεις. «Αυτή η παραδοχή ούτε ίσχυε ούτε ήταν πλειοψηφική μέχρι πολύ πρόσφατα στην Ελλάδα. Σήμερα όμως αποδεδειγμένα είναι. Οι κυβερνήσεις της κρίσης μέχρι το 2015 κατανοούσαν την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων αλλά έβρισκαν αντίσταση στους πολίτες και τις οργανωμένες ομάδες πίεσης. Αυτή ήταν η βασικότερη ίσως αιτία της βραδύτητας στη λήψη και πλήρη εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων, που είχε ως συνέπεια την επιμήκυνση και την επίταση της κρίσης», τονίζει ο κ. Μητσοτάκης, κατηγορώντας τον ΣΥΡΙΖΑ πως όχι μόνο «απέτυχε παταγωδώς», αλλά και πως ανέδειξε ακόμη πιο επιτακτικά τον μονόδρομο των ριζικών μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα.
«Με τον σκληρότερο τρόπο που επιβλήθηκε από το αχρείαστο 3ο Μνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ, ο ελληνικός λαός κατανόησε - έστω και αργά - ότι δεν υπάρχουν εύκολες παρακαμπτήριοι», αναφέρει επισημαίνοντας πως αν και η πλειοψηφία του λαού έχει απομυθοποιήσει το λαϊκισμό και είναι έτοιμη να υποστηρίξει ένα τολμηρό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, η πολιτική ηγεσία της χώρας αδυνατεί, είτε για λόγους ιδεοληψίας, είτε από έλλειψη ικανότητας. «Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ δεν μπορεί να οδηγήσει την Ελλάδα στην ανάπτυξη, για αυτό η πολιτική αλλαγή είναι αναγκαία προϋπόθεση για την έξοδο της χώρας από την κρίση», σημειώνει, προσθέτοντας πως χρειάζεται μια τολμηρή, ικανή, μεταρρυθμιστική κυβέρνηση που θα υλοποιήσει με συνέπεια αυτό το πρόγραμμα για το οποίο για πρώτη φορά από το 2010 είναι έτοιμος ο ελληνικός λαός.
«Ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μας. Αντίθετα. Κάθε μέρα που περνά ως έχει, προσθέτει βάρη και απομακρύνει ευκαιρίες», γράφει στο άρθρο του ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος κατηγορεί την κυβέρνηση για καθυστερήσεις. «Έχουμε ήδη διανύσει τη μισή διάρκεια του τρίτου προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας. Μόλις τον περασμένο Οκτώβριο καταφέραμε να ολοκληρώσουμε την πρώτη αξιολόγηση και ακόμη δεν διαφαίνεται το χρονικό σημείο της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης. Δεν θα μπορούσαν οι ρυθμοί να είναι βραδύτερο», τονίζει εκφράζοντας την ανησυχία του για το μέλλον: «Οι υποχρεώσεις της χώρας είναι δεδομένες και ανελαστικές. Δεν είναι διαπραγματεύσιμες. Δεν είναι χρονικά μεταθέσιμες. Τα όρια για άλλη μια φορά εξαντλούνται και η κλεψύδρα αδειάζει απειλητικά. Παράλληλα, οι ευκαιρίες δεν περιμένουν. Μπορεί να διασφαλίστηκαν από την ΕΚΤ λίγοι ακόμη μήνες προκειμένου να καταφέρουμε να καρπωθούμε τα οφέλη της ποσοτικής χαλάρωσης μέχρι το τέλος του 2017, αλλά όσο καθυστερούμε τόσο αναβάλλουμε την ανάκαμψη της οικονομίας μας και ρισκάρουμε την απώλεια αυτού του καθοριστικής σημασίας εργαλείου».
Σημειώνσει στη συνέχεια πως μέσα στο 2017 θα έχει κριθεί σε καθοριστικό βαθμό η μοίρα του τρίτου προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας. Όπως εκτιμά, «δίχως πολιτική αλλαγή, το αποτέλεσμα μοιάζει αναπόφευκτο» και «στην καλύτερη περίπτωση η Ελλάδα θα παραμένει διασωληνωμένη και εξαρτώμενη από τους πιστωτές και τους εταίρους μας -στο μέτρο πάντα που εκείνοι θα εξακολουθούν να επενδύουν σε ένα σενάριο ανάκαμψης της χώρας μέσα στην ευρωζώνη». Αυτό το τελευταίο δεν είναι πλέον καθόλου δεδομένο, παρατηρεί, εξηγώντας: «Ιδιαίτερα καθώς το 2017 είναι ένα εκλογικό έτος για τις χώρες του σκληρού πυρήνα της ευρωζώνης. Ο συνδυασμός μιας αναμενόμενης εσωστρέφειας στις προτεραιότητες των εταίρων μας μαζί με μια κούραση -ίσως και απελπισία- για την έκβαση του ελληνικού ζητήματος, ίσως αφαιρέσει κάθε προοπτική περαιτέρω στήριξης μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος».
«Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν καταστροφική», δηλώνει ο πρόεδρος της Ν.Δ. εκφράζοντας την αισιοδοξία του πως θα επέλθει η αναγκαία πολιτική αλλαγή που θα αναδείξει μια κυβέρνηση ικανή να υλοποιήσει αυτό που η κοινή λογική και η βούληση του ελληνικού λαού προτάσσει. «Η Νέα Δημοκρατία, που σήμερα είναι με μεγάλη διαφορά η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στη χώρα, είναι έτοιμη να αναλάβει τις ευθύνες της διακυβέρνησης της Ελλάδας» καταλήγει ο κ. Μητσοτάκης.