Πρόσφατη μελέτη η οποία έγινε από αμερικανούς επιστήμονες έδειξε ότι στα άτομα με Ιδιοπαθή Φλεγμονώδη Νοσήματα του Εντέρου (ΙΦΝΕ) που έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D, η χορήγηση συμπληρωμάτων της βιταμίνης μειώνει την ανάγκη για υγειονομική περίθαλψη.
Οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Pittsburgh μελέτησαν 965 ασθενείς, το 62% των οποίων έπασχαν από τη νόσο του Crohn και το 38% από ελκώδη κολίτιδα. Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων στη μελέτη ήταν τα 44 έτη, με το 52,3% να είναι γυναίκες.
Στην έναρξη της μελέτης οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 8,9% των ασθενών είχε ανεπάρκεια βιταμίνης D, η οποία παρατηρήθηκε ότι ήταν υψηλότερη στους νέους άνδρες. Κατά τη διάρκεια της 5ετούς παρακολούθησης, οι ασθενείς με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D χρειάζονταν σημαντικά περισσότερα στεροειδή, υπολογιστικές τομογραφίες, επισκέψεις σε τμήματα επειγόντων περιστατικών, νοσηλείες και χειρουργικές επεμβάσεις, συγκριτικά με τα άτομα που είχαν φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D.
Επίσης, στους ασθενείς με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D δεν υπήρχε καμία ένδειξη για υψηλότερους δείκτες φλεγμονής, όπως η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη ή η ταχύτητα καθίζησης ερυθρών, ούτε για ελλιπή συμμόρφωση στη θεραπεία ή λιγότερες επισκέψεις σε κλινικές.
Για τον έλεγχο της επίδρασης των επιπέδων της βιταμίνης D στη βαρύτητα της νόσου οι ερευνητές πραγματοποίησαν ανάλυση σε μια υποομάδα των ασθενών σε κλινική ύφεση κατά την έναρξη της μελέτης. Σε αυτή την ομάδα, οι περισσότεροι ασθενείς με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D χρειάζονταν στεροειδή (51% έναντι 37% εκείνων με φυσιολογικά επίπεδα) και το 34% χειρουργική επέμβαση εξαιτίας των ΙΦΝΕ (έναντι 22%). Επιπλέον, στους ασθενείς με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D που λάμβαναν συμπληρώματα βιταμίνης D παρατηρήθηκε σταδιακή μείωση της ανάγκης τους για υγειονομική περίθαλψη κατά τη διάρκεια των 5 χρόνων της παρακολούθησης, ενώ στα άτομα με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D που δεν λάμβαναν συμπληρώματα η ανάγκη για υγειονομική περίθαλψη αυξήθηκε.
Οι ερευνητές κατέληξαν ότι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D είναι σύνηθες φαινόμενο σε ασθενείς με ΙΦΝΕ και συνδέονται με υψηλότερη νοσηρότητα και σοβαρότητα της νόσου, που σηματοδοτεί την πιθανή σημασία της παρακολούθησης και θεραπείας της βιταμίνης D.
Αναλύοντας τη μελέτη ο Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος - Διευθυντή της χειρουργικής κλινικής του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών - Ιατρικού Περιστερίου και Πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής, τόνισε ότι η σημασία της μελέτης έγκειται στη μεγάλη διάρκεια παρακολούθησης των ασθενών.
Όπως είπε ο Δρ. Ξιάρχος, από τα ευρήματα φάνηκε ότι τα επίπεδα της βιταμίνης D είναι ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για χειρότερη έκβαση των ασθενών με ΙΦΝΕ. Το ευτυχές είναι ότι όσοι είχαν υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης D δεν είχαν τόσο μεγάλη ανάγκη νοσηλείας, καθώς η συνολική υγεία τους ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Δεδομένου ότι τα συμπληρώματα βιταμίνης D είναι ωφέλιμα και οικονομικά, αποτελεί λογική πρακτική να ελέγχονται συστηματικά τα επίπεδα της βιταμίνης D σε ασθενείς με ΙΦΝΕ και να χορηγούνται, αναλόγως, συμπληρώματά της.