Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι τόσο βιώσιμες όσο οι πρακτικές των εταιρειών που παράγουν τις ανεμογεννήτριες και τους ηλιακούς συλλέκτες, σύμφωνα με σουηδική έρευνα, που επισημαίνει την έλλειψη γνώσεων σχετικά με τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίζεται η πράσινη επανάσταση.
Σύμφωνα με τον Σίμον Ντάβιντσον του Πανεπιστημίου της Ουψάλα στη Σουηδία, η αυξανόμενη παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας απαιτεί αυστηρότερο έλεγχο της βιομηχανίας. Ο κόσμος πρέπει να εγκαταλείψει τα ορυκτά καύσιμα, προκειμένου να καταπολεμήσει την κλιματική αλλαγή, αλλά το συνολικό οικολογικό αποτύπωμα των ανανεώσιμων πηγών δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς, αναφέρει η έρευνα.
«Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας οδηγούν στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, αλλά πρέπει να βεβαιωθούμε ότι όλη η αλυσίδα παραγωγής είναι βιώσιμη», δήλωσε ο Ντάβιντσον.
«Για παράδειγμα, δεν είναι προφανές ότι η παραγωγή των ανεμογεννητριών και των ηλιακών κυττάρων είναι βιώσιμη, ότι τα υλικά που χρησιμοποιούνται έχουν βιώσιμη προέλευση, ή ότι η βιομηχανία είναι σε θέση να ανακυκλώνει», πρόσθεσε.
Οι ηλιακοί συλλέκτες, καθώς και οι ανεμογεννήτριες κατασκευάζονται κυρίως από μη ανανεώσιμους πόρους. Οι πρώτες ύλες πρέπει πρώτα να εξορυχθούν, προκαλώντας ζημιά στο περιβάλλον.
Τα περισσότερα ηλιακά πάνελ είναι σχεδιασμένα να λειτουργούν για περίπου 30 χρόνια, μετά τα οποία χάνουν σταδιακά την αποτελεσματικότητά τους. Η εκτιμώμενη διάρκεια ζωής των σύγχρονων ανεμογεννητριών είναι περίπου 20 χρόνια. Αν οι συσκευές δεν μπορούν να ανακυκλωθούν, τότε απαιτείται εξόρυξη περισσότερων υλικών.
«Τα πραγματικά αειφόρα ενεργειακά συστήματα απαιτούν τη δημιουργία βιώσιμων βιομηχανιών, οι οποίες θα μπορούν να διατηρούν ένα λειτουργικό σύστημα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, και μάλιστα με έναν ενεργειακά αποδοτικό τρόπο», κατέληξε ο Ντάβιντσον.