Ένα από τα σημαντικότερα ρωμαϊκά μνημεία στον κόσμο, η Ρωμαϊκή Έπαυλη του Ηρώδη Αττικού στη Λουκού Κυνουρίας εκπέμπει σήμα κινδύνου.
Οι εργασίες αποκατάστασής του σταμάτησαν πριν από οκτώ χρόνια, χωρίς να ολοκληρωθούν, και το στέγαστρο, που εκτιμήθηκε κάποια στιγμή ότι θα βοηθήσει το μνημείο, δεν τοποθετήθηκε ποτέ, παρά το γεγονός ότι υπάρχει γι’ αυτό εγκεκριμένη μελέτη. Οι ανασκαφές του διακόπηκαν και είναι άγνωστο πότε και αν θα επαναληφθούν.
Με τις προσπάθειες της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αρκαδίας, το μνημείο απαλλάχτηκε πρόσφατα από την εργοταξιακή εικόνα που το έπνιγε. Απομακρύνθηκαν σκαλωσιές και γερανογέφυρα που είχαν ξεμείνει εκεί από το 2008, ενώ με ένα κονδύλι από το υπουργείο Πολιτισμού, ύψους 30.000 ευρώ, συνεχίζονται οι εργασίες συντήρησης των τοιχοποιιών του, που είχαν διακοπεί πριν από οκτώ χρόνια.
Το μνημειακό συγκρότημα της Έπαυλης του Ηρώδη Αττικού βρίσκεται κοντά στη Μονή Λουκούς, με την αρχαιότερη οικοδομική φάση των ερειπίων του να ανάγεται το αργότερο στον 2ο αιώνα μ.Χ. Ανήκει στον τύπο της «αγροτικής έπαυλης» (villa rustica), εγκατάστασης που εκμεταλλευόταν τη γη μεγάλης ιδιοκτησίας, ενώ διέθετε και πολυτελείς εγκαταστάσεις για τον μαικήνα Αθηναίο ιδιοκτήτη του - ο οποίος ήταν παράλληλα και Ρωμαίος αξιωματούχος, την οικογένεια και τους φιλοξενούμενούς του. Το συγκρότημα, που έχει έκταση άνω των 20.000 τ.μ. και σώζεται σε σημαντικό ύψος, έχει κατασκευαστεί με βάση τις αρχές της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας.
Το αίθριο, που αποτελούσε το κέντρο της έπαυλης, ήταν διακοσμημένο με αγάλματα, ενώ οι διάδρομοι γύρω από την αυλή ήταν διακοσμημένοι με υπέροχα ψηφιδωτά δάπεδα, σήμερα καταχωμένα για προστασία, που κοσμούνται με πολύχρωμα και σύνθετα γεωμετρικά σχέδια, αλλά και πλούσιο εικονογραφικό διάκοσμο. Επίσης, το συγκρότημα περιλαμβάνει βασιλικές, τρικλίνια, λουτρά και ένα υδραγωγείο που μετέφερε νερό, ενώ εκεί κοντά βρίσκεται και το Ιερό του ιαματικού ήρωα Πολεμοκράτη, από το οποίο έχουν βρεθεί ανάγλυφα αφιερώματα.
Η Έπαυλη εντοπίστηκε για πρώτη φορά το 1809 από τον Άγγλο περιηγητή Ληκ και ταυτίστηκε το 1909 από τον αρχαιολόγο Κ. Ρωμαίο. Ο εντοπισμός της ακριβούς θέσης της έγινε τη δεκαετία του ’70 από τους Γ. Σταϊνχάουερ και Π. Φάκλαρη. Με εντατικότερους ρυθμούς συνεχίστηκαν οι ανασκαφές στις δεκαετίες του ’80 και ’90 από τον Θεόδωρο Σπυρόπουλο και έφεραν στο φως πολυάριθμα ευρήματα, όπως αγάλματα, καθώς και πολυτελή αρχιτεκτονικά λείψανα, που καθιστούν το μνημείο μοναδικό και τη διάσωσή του κάτι παραπάνω από αναγκαία.