Ο Λέοναρντ Κοέν, ο Καναδός λογοτέχνης, συνθέτης και τραγουδιστής, του οποίου τα τραγούδια συνδύασαν θρησκευτικές απεικονίσεις με θέματα τη λύτρωση και την σεξουαλική επιθυμία, πέθανε στα 82 του χρόνια, σύμφωνα με μια ανακοίνωση στην ιστοσελίδα του στο Facebook.
Η λιτή ανακοίνωση αναφέρει: «Είναι με βαθύτατη λύπη που ανακοινώνουμε ότι ο θρυλικός ποιητής, τραγουδοποιός και καλλιτέχνης Λέοναρντ Κοέν απεβίωσε. Έχουμε χάσει έναν από τους πιο αξιοθαύμαστους και παραγωγικούς οραματιστές. Ένα μνημόσυνο θα λάβει χώρα στο Λος Άντζελες στο μέλλον. Η οικογένειά του ζητά να σεβαστείτε την ιδιωτική της ζωή κατά τη διάρκεια του πένθους της».
Ο Κοέν γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1934 στο Κεμπέκ του Καναδά. Σε ηλικία έξι ετών έχασε τον πατέρα του και αυτό τον σημάδεψε για όλη του την ζωή. Έφηβος, έμαθε κιθάρα και έγινε μέλος του μουσικού γκρουπ «Buckskin Boys», το οποίο έπαιζε μουσική κάντρι.
REUTERS/ELOY ALONSO
Το 1963 εγκαταστάθηκε στην Ύδρα με την Νορβηγίδα μούσα του Μαριάν Ίλεν. Η ίδια πέθανε τον Ιούλιο του 2016 στα 81 της. Στο γράμμα αποχαιρετισμού του ο Κοέν δήλωσε χαρακτηριστικά ότι πλέον «μεγάλωσαν, τα σώματα τους καταρρέουν και σύντομα θα την ακολουθήσει στο ταξίδι της». Για εκείνη έγραψε ένα από τα πιο γνωστά του τραγούδια, το «So long, Marianne», καθώς και το «Bird on a wire». Στο ελληνικό νησί ο Καναδός τροβαδούρος έγραψε το μυθιστόρημα «The Favorite Game» ενώ ολοκλήρωσε και τη συλλογή ποιημάτων με τίτλο «Flowers for Hitler».
Με το μυθιστόρημα «Beautiful Losers» (Θαυμάσιοι αποτυχημένοι), του 1966, γνώρισε την παγκόσμια επιτυχία ως συγγραφέας. Ωστόσο, το 1966 αποφάσισε να εγκατασταθεί στις ΗΠΑ για να αφοσιωθεί στην μουσική. Ήταν ήδη αναγνωρισμένος ποιητής και λογοτέχνης όταν μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να κάνει καριέρα. Οι συγκρίσεις με τον Μπομπ Ντίλαν δεν άργησαν να έρθουν, για τη λυρική δύναμη των στίχων των τραγουδιών του.
«Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που κάνουν όσοι αναφέρονται στη μουσική του Κοέν ή την κριτικάρουν, είναι η αδυναμία να αναφερθούν στις μελωδίες και στίχους, που είναι πραγματικά ιδιοφυείς και στέκονται λογοτεχνικά σε επίπεδα που λίγοι μπορούν ακόμη και σήμερα να φανταστούν» έχει δηλώσει ο Ντίλαν.
Ακόμα και στα πιο απλά του κομμάτια από άποψη σύνθεσης, ο Κοέν έχει πετύχει θαύματα με βάση μόλις δύο ή τρεις συγχορδίες. Παράλληλα ο Μπομπ Ντίλαν είχε δηλώσει κατά το παρελθόν ότι «αρνείται να αποδεχθεί τη γνωστή άποψη ότι η μουσική του Κοέν είναι για να κόψει κανείς τις φλέβες του».
Σε συναυλίες φολκ στις ΗΠΑ το 1967, η τραγουδίστρια Τζούντυ Κόλλινς (Judy Collins) έκανε γνωστό το τραγούδι του Κόεν Suzanne. Την ίδια χρονιά, ο Κόεν κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Songs of Leonard Cohen». Ακολούθησαν πολλά άλμπουμ, μεταξύ των οποίων και το «Songs of Love and Hate» που περιέχει το τραγούδι - ύμνο στην αγάπη και τη μοναξιά «Famous Blue Raincoat» (1971) με την φωνή της Τζένιφερ Γουαρνς (Jennifer Warnes).
Το 1992 κυκλοφόρησε τον πιο πολιτικοποιημένο δίσκο του με τίτλο «The Future», και δύο χρόνια αργότερα αποφάσισε να γίνει βουδιστής μοναχός προσπαθώντας έτσι να καταπολεμήσει αποτελεσματικά την κατάθλιψη από την οποία έπασχε για πολλά χρόνια.
Τα αποτελέσματα όμως ήταν ακριβώς τα αντίθετα από αυτά τα οποία ανέμενε αφού ο νέος τρόπος ζωής του τον καταπλάκωσε. Δοκιμάζοντας μία σειρά από θεραπείες και αντικαταθλιπτικά, τίποτα δεν φέρεται να λειτούργησε στη ζωή του και ο μονόδρομος ήταν η αποδοχή της κατάστασης του και συμφιλίωση με μία ζωή όπου η κατάθλιψη θα ήταν πάντα παρούσα. Αυτή άλλωστε ήταν και η πραγματική ατμόσφαιρα που κυριάρχησε στους περισσότερους του δίσκους και τους έκανε τόσο ξεχωριστούς.
Το 1999 εγκατέλειψε τον μοναστικό βίο, για να εκδώσει δύο ακόμα δίσκους. Το 2005, το όνομα του Κοέν βρέθηκε ξανά στις στήλες των εφημερίδων, επειδή ο επί χρόνια μάνατζέρ του τον εξαπάτησε κλέβοντας το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων του.
Παρότι επηρέασε πολλούς μουσικούς και του αποδόθηκαν πολλές τιμές, όπως η εισαγωγή του στο Rock & Roll Hall of Fame και το Order of Canada, της δεύτερης υψηλότερης διάκρισης σε πολίτη του Καναδά, τα τραγούδια του Κοέν με την folk-rock μουσική του και τα σκοτεινά συναισθήματα έμπαιναν σπάνια στα charts. Στο «Hallelujah» ανακαλεί τον βασιλιά Δαβίδ και παραλληλίζει την σωματική έλξη με την επιθυμία για πνευματική σύνδεση. Έχει δε εκτελεστεί εκατοντάδες φορές από πολλούς καλλιτέχνες. Ο Κοέν δεν παντρεύτηκε ποτέ, αλλά είναι πατέρας δύο παιδιών, του Άνταμ (1972) και της Λόρκα (1974), που απέκτησε με την Σούζαν Έλροντ (Suzanne Elrod). Το 2010 έλαβε τιμητικό Γκράμι για το σύνολο της προσφοράς του. Κυκλοφόρησε τον τελευταίο μεγάλο δίσκο του, τον 14ο, με τίτλο «You Want it Darker», πριν από λίγο καιρό ενώ είχε εμφανιστεί στη σκηνή στις αρχές του χρόνου. Μιλώντας τον Οκτώβριο στο New Yorker, είχε αναφερθεί στην «εγγύτητά» του με τον θάνατο: «Είμαι έτοιμος να πεθάνω. Απλά ελπίζω να μην είναι πολύ άβολο».
«Dance Me To The End Of Love»
Dance me to your beauty with a burning violin
Dance me through the panic 'til I'm gathered safely in
Lift me like an olive branch and be my homeward dove
Dance me to the end of love
Dance me to the end of love
Oh let me see your beauty when the witnesses are gone
Let me feel you moving like they do in Babylon
Show me slowly what I only know the limits of
Dance me to the end of love
Dance me to the end of love
Dance me to the wedding now, dance me on and on
Dance me very tenderly and dance me very long
We're both of us beneath our love, we're both of us above
Dance me to the end of love
Dance me to the end of love
Dance me to the children who are asking to be born
Dance me through the curtains that our kisses have outworn
Raise a tent of shelter now, though every thread is torn
Dance me to the end of love
Dance me to your beauty with a burning violin
Dance me through the panic till I'm gathered safely in
Touch me with your naked hand or touch me with your glove
Dance me to the end of love
Dance me to the end of love
Dance me to the end of love
naftemporiki.gr