Συνέντευξη στον Γιώργο Σακκά
Ένα φιλόδοξο σχέδιο για την ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας έχει εκπονηθεί από το Υπουργείο Υγείας, αναμένοντας την επίσημη θεσμοθέτησή του, μέσω της ψήφισης νομοσχεδίου με στόχο την άμεση πρόσβαση των πολιτών σε νέες αποκεντρωμένες δημόσιες δομές. Επικεφαλής της εκπόνησης και ανάπτυξης του σχεδίου αυτού είναι ο Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Υγείας κ. Σταμάτης Βαρδαρός, ο οποίος μιλά στην Ειδική Έκδοση «Υγεία και Φάρμακο» της «Ν» για τα βασικά σημεία του σχεδίου και τον τρόπο ανάπτυξης και χρηματοδότησης.
Κύριε Βαρδαρέ, αρχικά θα ήθελα να μας περιγράψετε με λίγα λόγια τι επικρατεί (ή επικρατούσε έστω μέχρι πρόσφατα) στο χώρο της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας;
Προσπαθώντας να προσεγγίσουμε την αιτία του ελλείμματος της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας στη χώρα, θα λέγαμε ότι αυτό εντοπίζεται στην μη υλοποίηση ενός σχεδιασμού από τις κυβερνήσεις του ’80, που έριξαν το βάρος στην ανάπτυξη της πρωτοβάθμιας περίθαλψης στην ύπαιθρο, ενώ το κομμάτι που αφορούσε τα αστικά κέντρα αφέθηκε στα χέρια ιδιωτικών πρακτικών, στο πλαίσιο μίας γενικότερης εκχώρησης που χαρακτηρίζει το σύστημα ακόμα και σήμερα.
Η χρόνια αυτή κατάσταση οδήγησε στη δημιουργία ενός ακριβού, νοσοκομειοκοκεντρικού και ιατροκεντρικού συστήματος υγείας, απόρροια της κακής διαχείρισης, της διαφθοράς και του ανταγωνισμού που επέβαλε η ιδιωτική δραστηριότητα.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε κατά την εξαετή περίοδο της δημοσιονομικής προσαρμογής λόγω και των επιπτώσεων στη λειτουργία των νοσοκομείων, αλλά και λόγω της αυξημένης ζήτησης δημόσιων υπηρεσιών υγείας. Επιπλέον, στις περιοχές με χαμηλότερα εισοδήματα δεν υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης του πληθυσμού σε υπηρεσίες Υγείας, ούτε καν ιδιωτικές, δεδομένης της αδυναμίας των οικονομικά ασθενέστερων να ξοδέψουν για την υγεία τους.
Το νέο σύστημα που πλέον σχεδιάζεται και αναμένεται να θεσμοθετηθεί σύντομα ποιες αλλαγές θα επιφέρει; Ποιες είναι οι βασικές γραμμές λειτουργίας του;
Οι άξονες πάνω στους οποίους αναπτύσσουμε το νέο σχεδιασμό αφορούν στην δημιουργία ενός νέου συστήματος που θα προσφέρει καθολική κάλυψη, ισότιμη πρόσβαση και οικονομική προστασία. Δημιουργούμε ένα εισαγωγικό επίπεδο μέσα στο σύστημα υγείας. Επωφελούμαστε από τα διεθνή παραδείγματα, τα οποία δεν υιοθετούμε απαρέγκλιτα, αλλά προσαρμοσμένα στην ελληνική πραγματικότητα. Θα ήθελα εδώ να αναφέρω το παράδειγμα της Πορτογαλίας, απ’ όπου δανειζόμαστε τη λογική της «ομάδας υγείας γύρω από τον οικογενειακό γιατρό» και τη δόμηση μονάδων υγείας σε «επίπεδο γειτονιάς». Εκεί η μεταρρύθμιση στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας είναι ήδη σε εξέλιξη τα τελευταία 15 χρόνια, έχοντας καλύψει σήμερα το μισό πληθυσμό.
Στη χώρα μας η καθολική πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, παρόλο που έχει συντελεστεί μετά τη ρύθμιση για τους ανασφάλιστους, προσκρούει σε εμπόδια, καθώς πολλοί δεν γνωρίζουν ακόμα το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα της καθολικής πρόσβασης του πληθυσμού στις υπηρεσίες υγείας. Το πρόβλημα αναμένεται να αμβλυνθεί σταδιακά με την αποτελεσματικότερη ενημέρωση και τη βαθμιαία υλοποίηση του προγράμματος για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Για την ώρα, υπάρχουν πολίτες στη χώρα, ακόμα και με υψηλά εισοδήματα, που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.
Με βάση αυτές τις παραδοχές πως θα προχωρήσετε λοιπόν;
Κατά τον σχεδιασμό της παρέμβασης αξιοποιούμε τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, καθώς τα παιδιά και οι ηλικίες πάνω από 65 ετών έχουν μεγαλύτερες ανάγκες, ενώ κάνουμε και ένα διαχωρισμό ανά περιφέρεια καθώς υπάρχουν κι εκεί διαφοροποιήσεις. Επίσης, λαμβάνουμε υπ’ όψιν και το δηλωμένο κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανά περιφερειακή ενότητα.
Έχουμε ήδη προχωρήσει στον χωρισμό της χώρας σε τομείς με βάση τα πληθυσμιακά δεδομένα και τους δείκτες κοινωνικοοικονομικής αποστέρησης (μειωμένο κατά κεφαλή ΑΕΠ, ανεργία κλπ). Επιπλέον, έχουμε προσδιορίσει τις ανάγκες που υπάρχουν σε κάθε τομέα αναφορικά με τις υπάρχουσες δομές και το προσωπικό, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη γειτνίαση με μονάδες δευτεροβάθμιας περίθαλψης (νοσοκομεία). Σε αυτά βέβαια υπάρχουν συσσωρευμένα προβλήματα, και η κατάσταση επιβαρύνεται, επειδή μεταξύ άλλων, έχουν να αντιμετωπίσουν μεγάλο αριθμό «ψυχρών περιστατικών», δηλαδή περιπτώσεων που θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν σε μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας. Μέσω της δημιουργίας των ΤΟΜΥ προσβλέπουμε σε βέβαιη ανακούφιση και αποσυμφόρηση των νοσοκομείων, κατάσταση που θα αναβαθμίσει τις παρεχόμενες υπηρεσίες.
Στον κάθε τομέα λοιπόν, διατηρούμε τα Κέντρο Υγείας, πλέον ως Μονάδα Αναφοράς, και προχωρούμε στην ίδρυση των Τοπικών Μονάδων Υγείας (ΤΟΜΥ), που θα στελεχωθούν με οικογενειακούς γιατρούς, δηλαδή παθολόγους, παιδιάτρους, νοσηλευτές, επισκέπτες υγείας και κοινωνικούς λειτουργούς. Αυτή η διεπιστημονική ομάδα, θα αποτελεί την ομάδα υγείας των ΤΟΜΥ.
Πώς θα διαρθρώνεται λοιπόν αυτό το σύστημα;
Αναλογεί ένας οικογενειακός γιατρός ανά 2000 ενήλικες και ένας παιδίατρος ανά 1500 παιδιά. Στοχεύουμε γενικά στη δημιουργία τοπικών ομάδων υγείας ανά 10-12000 κατοίκους με διευρυμένο ωράριο - 8 το πρωί με 8 το βράδυ -. Ουσιαστικά θέλουμε ο οικογενειακός γιατρός να γίνει εκείνος που θα υποδέχεται πρώτος τον πολίτη και θα τον παραπέμπει, όπου κρίνει ότι απαιτεί η περίπτωσή του. Παράλληλα, εφαρμόζεται για πρώτη φορά ένα σχέδιο με εξωστρέφεια και σαφή κοινωνική ορατότητα, το οποίο «δίνει χώρο» στους επισκέπτες υγείας, επιτρέποντάς τους να ασκήσουν τα πραγματικά τους καθήκοντά, δηλαδή να δραστηριοποιηθούν σε σχολεία, ΚΑΠΗ κ.α., όπου θα υλοποιούν προγράμματα Πρόληψης και Αγωγής Υγείας. Μία άλλη καινοτομία είναι ότι αυτά τα προγράμματα θα είναι κεντρικά σχεδιασμένα, δεν θα βασίζονται δηλαδή στην πρωτοβουλία του κάθε ειδικού, και προκειμένου για τα σχολεία θα πληρούν τις προδιαγραφές του παιδαγωγικού ινστιτούτου.
Η μεταρρύθμιση που μόλις περιγράψαμε ασφαλώς προϋποθέτει αλλαγή αντίληψης, και ως εκ τούτου απαιτείται αρκετός καιρός για να δούμε τις αλλαγές να εφαρμόζονται κατά τον τρόπο που έχουν σχεδιαστεί. Σε επίπεδο εφαρμογής προβλέπεται η ίδρυση 240 ΤΟΜΥ σε 62 περιοχές μέσα στη διετία 2017-2019, καλύπτοντας το 30% των αστικών περιοχών. Είναι εύλογο ότι το ποσοστό της κάλυψης του πληθυσμού θα αυξηθεί σταδιακά σε επόμενες φάσεις του προγράμματος. Εμείς, προσδοκάμε ότι σταδιακά ο κόσμος θα δει τα οφέλη που θα προκύψουν από τις ΤΟΜΥ (μειωμένοι χρόνοι αναμονής, διαπροσωπική σχέση με τον γιατρό, τακτική επικοινωνία, συμβουλευτική κλπ), και θα τις προτιμά.
Αυτό το μοντέλο αφορά και εργαστηριακές εξετάσεις που ως γνωστόν οι περισσότεροι απευθύνονται στα ιδιωτικά εργαστήρια;
Στις τοπικές μονάδες δεν θα υπάρχουν εργαστήρια, όμως θα υπάρχει δυνατότητα λήψης. Το σύστημα των εργαστηριακών εξετάσεων στην πρωτοβάθμια βρίσκεται επίσης σε φάση εξορθολογισμού, ώστε να συγκεντροποιήσουμε τα εργαστήρια, με ένα κεντρικό εργαστήριο και πολλές περιφερειακές δομές λήψης. Για άλλες εξετάσεις, όπως είναι η μαστογραφία, θα υπάρχει η δυνατότητα να εκτελούνται στο Κέντρο Υγείας το οποίο αποτελεί τη δεύτερη βαθμίδα της ΠΦΥ.
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, θα ήθελα να αναφέρω το παράδειγμα της 1ης Υγειονομικής Περιφέρειας, η οποία λειτουργεί ένα πρότυπο εργαστήριο στην Αθήνα. Αυτό καλύπτει το 95% των εξετάσεων. Αντίστοιχα βήματα υλοποιούμε και στις υπόλοιπες υγειονομικές περιφέρειες της χώρας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ιδιαίτερες γεωγραφικές και συγκοινωνιακές δυσκολίες.
Μιλήσατε λοιπόν για ένα σύστημα που θα έχει σημαντικές ανάγκες σε προσωπικό. Ποιο θα είναι το κόστος και πως θα καλυφθεί;
Για την τριετία 2017-2019 η δαπάνη κυμαίνεται στα 80 εκατ. ευρώ ετησίως, η οποία θα καλύψει αποκλειστικά νέες προσλήψεις. Συγκεκριμένα αναφέρομαι σε προσλήψεις ιατρικού και υγειονομικού προσωπικού, συνολικού αριθμού 3.052 ατόμων (παθολόγων και παιδιάτρων, νοσηλευτών, κοινωνικών λειτουργών) που θα καλύψουν περίπου 2,5 εκατομμύρια πολίτες. Να επισημανθεί ότι το εγχείρημα αυτό υποστηρίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ο οποίος μας προσφέρει σημαντική τεχνογνωσία.
Για το πρώτο έτος θα χρησιμοποιηθούν κατά 100% κοινοτικοί πόροι στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ, και συγκεκριμένα από δύο πηγές του προγράμματος, από το τομεακό επιχειρησιακό πρόγραμμα για τη μεταρρύθμιση του Δημόσιου Τομέα, και από τα ΠΕΠ (Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα). Σταδιακά θα εισέρχονται και εθνικοί πόροι, οι οποίοι θα περιορίζουν τους κοινοτικούς, υποκαθιστώντας τους πλήρως από το 2020. Αυτή η χρηματοδότηση δεν θα αποτελέσει καθαρή επιπλέον επιβάρυνση στις δημόσιες δαπάνες, καθώς από τα 120 εκατ. € που δίνει ετησίως ο ΕΟΠΥΥ για τις συμβάσεις με γιατρούς, με την ανάπτυξη του νέου συστήματος θα εξοικονομήσει 5,5 εκατομμύρια λιγότερες επισκέψεις στο υπόλοιπο σύστημα. Πρόκειται συνεπώς για σταδιακή μετατόπιση πόρων.
Σε αυτό το σχέδιο ο ιδιωτικός τομέας πώς μπορεί να συνυπάρχει;
Σε μια μεικτή οικονομία ο ιδιωτικός τομέας προφανώς έχει χώρο και ρόλο. Υποχρέωση της Πολιτείας είναι η ρύθμιση αυτών των δύο παραγόντων και σύμφωνα με τη δική μας προσέγγιση πρέπει να γίνεται συμπληρωματικά προς τον δημόσιο τομέα. Αυτή τη συμπληρωματικότητα την βλέπουμε και στον εργαστηριακό τομέα, αλλά και στις στοχευμένες συμβάσεις που θα συνεχίσει να κάνει ο ΕΟΠΥΥ με τους ελευθεροεπαγγελματίες, βάσει συγκεκριμένων υγειονομικών αναγκών ανά περιοχή.