Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Οι Βαλόνοι χρεώνονται (ή πιστώνονται ανάλογα με τη στάση του καθενός) το φρένο στην συμφωνία ελευθέρου εμπορίου Ευρωπαϊκής Ένωσης- Καναδά (CETA).
Δεν είναι, όμως, οι μόνοι, που έχουν ενστάσεις. Στη Γερμανία το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει δώσει το πράσινο φως υπό προϋποθέσεις, που καθόλου βέβαιο δεν είναι ότι μπορούν να τηρηθούν και μόνο για τις πτυχές, που εμπίπτουν αποκλειστικά στις αρμοδιότητες της κοινότητας.
Στη Γαλλία, οι ενστάσεις στην κοινωνία και στο Κοινοβούλιο πληθαίνουν. Ανά την ήπειρο, εργατικά συνδικάτα, περιβαλλοντικές και καταναλωτικές οργανώσεις επισημαίνουν μία σειρά από αγκάθια.
Ακόμη και εάν το «γαλατικό χωριό» του Βελγίου έλεγε «ναι», κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι θα εξασφαλιζόταν το πράσινο φως από τα 28 εθνικά κοινοβούλια, που απαιτείται για την επικύρωση και εφαρμογή της συμφωνίας.
Το ελεύθερο εμπόριο, η άλλοτε "καλή νεράιδα" της ανάπτυξης, παρουσιάζεται σήμερα ως "μπαμπούλας" από αριστερούς, δεξιούς, ακραίους και μετριοπαθείς. Και αυτό δεν είναι ευρωπαϊκό φαινόμενο. Αρκεί μόνο να αναφέρουμε πως στις ΗΠΑ, σαφείς αποστάσεις από την TTIP (ΕΕ-ΗΠΑ) δεν έχει λάβει μόνο ο ευαγγελιστής της "αμερικανοποίησης" Τραμπ, αλλά και η Χίλαρι Κλίντον.
Είναι το ελεύθερο εμπόριο "κακό"; Κάθε άλλο. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα από το 1990 η σταδιακή απελευθέρωση του εμπορίου συνέβαλε στο να μειωθεί κατά 50% ο αριθμός των ανθρώπων, που ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι όλες οι εμπορικές συμφωνίες είναι καλές. Ούτε πως από αυτές βγαίνουν όλοι κερδισμένοι.
Οι μεγάλες εμπορικές συμφωνίες των τελευταίων ετών δεν σταματούν στην άρση των εμπορικών δασμών. Πηγαίνουν πολύ πιο βαθειά, επιδιώκοντας να καταργήσουν ό,τι νοείται ως "εμπόδιο".
Οι διαφορές στις προδιαγραφές για το πόσο ασφαλή είναι τα προϊόντα για τους καταναλωτές, την δημόσια υγεία και το περιβάλλον είναι ένα παράδειγμα. Και εκεί συνήθως η εναρμόνιση δεν γίνεται προς τα επάνω, αλλά προς τα κάτω, με τους Ευρωπαίους να καλούνται να ρίξουν νερό στο κρασί τους. Το ίδιο φοβούνται κάποιοι ότι θα συμβεί με τις εργασιακές σχέσεις και τους μισθούς.
Τις ανησυχίες δεν διασκεδάζει η πρόβλεψη για ανεξάρτητο μηχανισμό επίλυσης διαφορών, ο οποίος προσφέρει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να προσφεύγουν κατά νομοθετημένων αποφάσεων ή να μηνύουν κυβερνήσεις για καθυστερήσεις και άλλα εμπόδια σε επενδύσεις.
Η απελευθέρωση έχει σίγουρα κερδισμένους. Έχει, όμως, και ηττημένους. Ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας Ντάνι Ρόντρικ κλήθηκε κάποτε να μιλήσει για την παγκοσμιοποίηση ενώπιον φοιτητών του Χάρβαρντ, το 90% των οποίων δήλωναν υπέρ της απελευθέρωσης του εμπορίου. Τους είπε ότι μπορεί με ένα "μαγικό" να εξαφανίσει 200 δολάρια από τον τραπεζικό λογαριασμό ενός φοιτητή και να προσθέσει 300 δολάρια στο λογαριασμό άλλου.
Η αναδιανομή είχε για το σύνολο της τάξης όφελος 100 δολαρίων. Παρόλα αυτά απερρίφθη ως απαράδεκτη. Επέμεινε εξηγώντας ότι ο κερδισμένος είχε δουλέψει πιο σκληρά, αποταμίευσε και επένδυσε. Τότε η πλάστιγγα έγειρε υπέρ της αναδιανομής. Υπήρχε όμως και η τρίτη εκδοχή.
Ο ένας έχανε 200 δολάρια και ο άλλος κέρδιζε 300, επειδή ο δεύτερος είχε τη δυνατότητα για outsourcing σε χώρες με φθηνό εργατικό δυναμικό. Το κλίμα άλλαξε και πάλι. Οι φοιτητές έγιναν όλοι.. Βαλόνοι.
Στην αίθουσα του Χάρβαρντ δεν είχαμε φοβικούς πολέμιους της παγκοσμιοποίησης. Είχαμε αντίδραση απέναντι σε μία απελευθέρωση χωρίς κανόνες και χωρίς δίχτυ ασφαλείας για τους "χαμένους". Είναι άδικο λοιπόν να λέμε ότι και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες οι αντιδράσεις είναι αποκλειστικά απόρροια φοβικών αντιδράσεων και τάσης απόρριψης του "ανοιχτού κόσμου".
Οι Βρυξέλλες υπολογίζουν ότι η CETA θα προσθέσει 12 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ της Ένωσης. Ο Καναδάς αντιστοίχως κάνει λόγο για κέρδος 12 δισ. δολαρίων. Αυτό που, ωστόσο, οι κυβερνήσεις δεν έχουν εξηγήσει είναι ποιο θα είναι το τίμημα, ποιος θα το πληρώσει και εάν υπάρχει η βούληση και η δυνατότητα για στήριξη των ηττημένων.