Η γερμανική κυβέρνηση υιοθέτησε σχέδιο νόμου το οποίο περιορίζει δραστικά την πρόσβαση σε κοινωνικά επιδόματα των μεταναστών από άλλα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Βερολίνο άρχισε να καταρτίζει το σχέδιο νόμου τον Απρίλιο, συγχρονίζοντας τα βήματά του με αντίστοιχη πρωτοβουλία του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου ο τότε πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον είχε προωθήσει τη λήψη μέτρων με στόχο να μειωθούν οι αφίξεις Ευρωπαίων εργαζόμενων στο βρετανικό έδαφος.
Σύμφωνα με το κείμενο, οι Ευρωπαίοι πολίτες οι οποίοι ζουν στη Γερμανία αλλά δεν έχουν εργασία δεν θα δικαιούνται πλέον να λαμβάνουν κοινωνικά επιδόματα παρά μετά τη συμπλήρωση πέντε ετών νόμιμης παραμονής τους στη χώρα.
Τα πρόσωπα που επηρεάζονται από το μέτρο θα έχουν πάντως το δικαίωμα να ζητήσουν ένα μεταβατικό επίδομα, διαρκείας ενός μήνα.
«Ο κανόνας είναι ξεκάθαρος: όποιος ζει εδώ, εργάζεται και πληρώνει (σ.σ. ασφαλιστικές) εισφορές έχει επίσης δικαίωμα να λαμβάνει επιδόματα από το σύστημα κοινωνικής πρόνοιάς μας», εξήγησε η υπουργός Εργασίας της Γερμανίας Άντρεα Νάλες, μετά την υιοθέτηση του σχεδίου νόμου που εισηγήθηκε από το υπουργικό συμβούλιο.
Αλλά για όποιον «δεν έχει εργαστεί ποτέ εδώ και εξαρτάται από την οικονομική βοήθεια του δημοσίου για να ζήσει, υπερισχύει μια αρχή: τα επιδόματα πρέπει να ζητούνται από την πατρίδα του καθένα», πρόσθεσε η κ. Νάλες, η οποία ανήκει στους κεντροαριστερούς Σοσιαλδημοκράτες (SPD).
Το νομοσχέδιο απομένει να υιοθετηθεί από τη γερμανική ομοσπονδιακή Βουλή.
Η Γερμανία είχε αντισταθεί για καιρό στη λήψη ενός τέτοιου μέτρου, το οποίο πολλοί θεωρούν ότι αποτελεί διάκριση, με δεδομένη την θεμελιώδη αρχή της ελευθερίας της κίνησης των προσώπων στην Ε.Ε. Κατόπιν άλλαξε άποψη, αφού ομοσπονδιακό δικαστήριο αποφάνθηκε στα τέλη του 2015 ότι κάθε πολίτης χώρας - μέλους της Ε.Ε., ακόμη και εάν δεν έχει δουλειά, έχει δικαίωμα να λαμβάνει κοινωνικά επιδόματα για έξι μήνες.
Η απόφαση ήγειρε ανησυχίες στους δήμους οι οποίοι χρηματοδοτούν τα κοινωνικά επιδόματα και φόβους από ορισμένες πλευρές περί μαζικής έλευσης πολιτών χωρών της Ε.Ε., όπου το βιοτικό επίπεδο είναι χαμηλότερο, όπως η Ρουμανία ή η Βουλγαρία.
Πηγές: ΑΜΠΕ, Γαλλικό Πρακτορείο