Από την έντυπη έκδοση
Του Πάνου Φ. Κακούρη
[email protected]
Τον βαθύτατο προβληματισμό για το μέλλον της Ευρωζώνης και της Ευρώπης γενικότερα αναδεικνύει σε ένα ιδιαίτερα καυστικό άρθρο, στους F.T., ο βραβευμένος με Νόμπελ οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτζ, καταλήγοντας, πως «η Ευρώπη ίσως πρέπει να εγκαταλείψει το ευρώ για να σώσει την Ευρώπη και το ευρωπαϊκό πρότζεκτ».
Πρόκειται για μια παρέμβαση που τροφοδοτεί με επιχειρήματα των ευρωσκεπτικισμό, χρησιμοποιώντας αρκετά παραδείγματα από την περιπέτεια της Ελλάδας (και λιγότερο των άλλων χωρών του Νότου) την τελευταία επταετία, με την ανησυχητική διαπίστωση πως δεν βλέπει φως στον ορίζοντα όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά συνολικά για την Ευρώπη, η οποία είναι ακόμη λαβωμένη από την κρίση του 2008.
Τώρα, θεωρεί πως ίσως πρέπει να πάμε σε ένα «ευέλικτο ευρωσύστημα», με ένα «ισχυρό Βόρειο Ευρώ και ένα πιο μαλακό Νότιο Ευρώ», εκτιμώντας πως δεν έχει μέλλον ένα κοινό νόμισμα χωρίς δύο βασικούς μηχανισμούς προσαρμογής: τα επιτόκια και τις ισοτιμίες. Σε συνδυασμό και με την απειλή του δημοσιονομικού συμφώνου, το αποτέλεσμα είναι μια υπερβολικά υψηλή ανεργία και ΑΕΠ συστηματικά κάτω της δυνητικής παραγωγής.
Οι συγκεκριμένοι προβληματισμοί διατυπώθηκαν και στην προ ευρώ εποχή, αλλά πνίγηκαν στο ποτάμι της ευφορίας που έφερνε το νέο νόμισμα. Η Ελλάδα, π.χ., εξάντλησε τις δυνάμεις της να ενταχθεί στο κοινό νόμισμα, ακόμη και με «χτένισμα» των οικονομικών στοιχείων, αλλά μετά την ένταξη φρόντισε να περιοριστεί στην απόλαυση της κατανάλωσης που έφεραν τα χαμηλά επιτόκια, αδιαφορώντας για τις σαθρές δομές, τη διόγκωση των ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους.
Τα αποτελέσματα τα βιώνουμε όλοι την τελευταία επταετία. Στην Ελλάδα δεν έφταιξε το σαθρό ευρώ, αλλά οι διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας. Και παραμένει το πρόβλημα, λόγω λαθών τόσο από τη δική μας την πλευρά όσο κυρίως από την πλευρά των δανειστών, που έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στη χάραξη της πολιτικής.
Χαρακτηριστικά ο κ. Στίγκλιτζ σημειώνει πως «κάποιος θα μπορούσε να φανταστεί την πιο γρήγορη ανάπτυξη της ελληνικής παραγωγικότητας σε σχέση με τη γερμανική ως εναλλακτικό τρόπο “προσαρμογής”, αλλά κανείς δεν έχει βρει πώς να το κάνει αυτό. Το ίδιο ισχύει και για την Ισπανία και την Πορτογαλία».
Παράλληλα τονίζει ότι «ελλείψει μιας συνολικής στρατηγικής, η τρόικα είναι επιθετική, θεσπίζοντας νέους κανόνες για το φρέσκο γάλα και το μέγεθος στις φρατζόλες του ψωμιού. Το αν αυτοί είναι επιθυμητοί, είναι κάτι που μπορεί να συζητηθεί. Το ότι δεν πρόκειται να επιτύχουν την επιθυμητή προσαρμογή στις πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες, όχι».