Από την έντυπη έκδοση
Tης Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Mετά την ΕΚΤ και την κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας, την προηγούμενη εβδομάδα ήλθε η στιγμή για τον διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας, Μαρκ Κάρνεϊ, να αποδείξει ότι θα κάνει ό,τι χρειασθεί για τη διαφύλαξη της σταθερότητας του νομισματικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά και για τη «θωράκιση» της βρετανικής οικονομίας από το σοκ του Brexit.
Η απόφαση των Βρετανών στο ιστορικό δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου άλλαξε άρδην τα δεδομένα, όχι μόνο για το Ηνωμένο Βασίλειο που αποφάσισε την έξοδο από την οικογένεια της Ευρώπης, αλλά και για την παγκόσμια οικονομία.
Η απόφαση υπέρ του Brexit ανάγκασε την Τράπεζα της Αγγλίας σε στροφή 180 μοιρών και προς την κατεύθυνση της νομισματικής χαλάρωσης. Πριν από το δημοψήφισμα, τα προγνωστικά ήθελαν τον κ. Κάρνεϊ να ακολουθεί το παράδειγμα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), καθώς οι δυναμικές επιδόσεις της πέμπτης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο επέτρεπαν την έναρξη ενός κύκλου αύξησης του κόστους χρήματος.
Όχι πια. Το οικονομικό κόστος του Brexit και οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα δεν άφησαν άλλα περιθώρια στον κ. Κάρνεϊ από το να ακολουθήσει το παράδειγμα των μεγάλων κεντρικών τραπεζών σε Ευρώπη και Ιαπωνία, μειώνοντας τα επιτόκια σε νέο ιστορικό ναδίρ και για πρώτη φορά έπειτα από μία επταετία, ενώ έθεσε και πάλι σε εκκίνηση το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, με αγορές κρατικών ομολόγων ύψους 60 δισ. στερλινών (79 δισ. δολ.), αλλά και εταιρικού χρέους, ύψους 10 δισ. στερλινών (13,10 δισ. δολ.).
Από την εποχή της πιστωτικής κρίσης του 2008, οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο έχουν διοχετεύσει ρευστότητα άνω των 11 τρισ. δολαρίων στις αγορές, κρατώντας σε «μηχανική υποστήριξη» την παγκόσμια οικονομία, που όμως δεν έχει καταφέρει να επανέλθει σε τροχιά δυναμικής ανάκαμψης, «σκοντάφτοντας» σε νέες προκλήσεις.
Στον κόσμο των πολύ χαμηλών -ακόμη και αρνητικών- επιτοκίων και των πειραμάτων νομισματικής χαλάρωσης με μη-συμβατικά μέτρα, όπως οι αγορές ομολόγων, το κόστος δανεισμού για κράτη και επιχειρήσεις έχει υποχωρήσει δραματικά: η αξία των κρατικών ομολόγων ανά τον κόσμο με αρνητική απόδοση υπερβαίνει τα 11 τρισ. δολάρια, γεγονός που στην πράξη σημαίνει ότι οι επενδυτές πληρώνουν για το προνόμιο να δανείσουν σε κράτη, όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία.
Την ώρα που πυκνώνουν τα «γκρίζα σύννεφα», είναι καιρός πλέον για τις κυβερνήσεις να εκμεταλλευθούν αυτό το προνόμιο και να ριχθούν στο πλευρό των κεντρικών τραπεζών στη μάχη για ισχυρότερη ανάπτυξη.