Την περίοδο της δημοσιονομικής κρίσης και της οικονομικής ύφεσης την οποία διανύουμε η πρόσβαση στην αγορά εργασίας είναι πολύ δύσκολη. Άνθρωποι χάνουν συνεχώς τη δουλειά τους και τα ποσοστά ανεργίας εκτοξεύονται στα ύψη λόγω του αυξανόμενου ανταγωνισμού και της μείωσης των ρυθμών ανάπτυξης.
O οικονομικός και τεχνολογικός εκσυγχρονισμός δημιουργεί την ανάγκη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και καθιστά ανεπαρκή την εκπαίδευση που περιορίζεται στα όρια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Για ένα ανταγωνιστικό παραγόμενο προϊόν πρέπει τόσο η επιχείρηση όσο και το εργατικό δυναμικό να μπορούν να προβλέπουν τις αλλαγές και να ανταποκρίνονται σε αυτές. Η ισόρροπη ανάπτυξη της οικονομίας απαιτεί σε κάθε νέα επένδυση κεφαλαίου να αντιστοιχεί μια ανάλογη επένδυση στο επίπεδο γνώσεων και των ικανοτήτων των εργαζομένων. Η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη απαιτεί εργατικό δυναμικό με υψηλή εξειδίκευση ώστε να μην υπάρχει ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας. Όταν η απόκτηση νέων προσόντων γίνεται άμεσα υπάρχει θετικό αντίκτυπο στην οικονομία και μειώνεται η διαρθρωτική ανεργία.
Η δια βίου μάθηση έχει ως στόχο την αναβάθμιση των γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων των πολιτών. Συνδέεται άμεσα με την απασχόληση, την οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή. Αποτελεί πολιτική προτεραιότητα τόσο στην Ευρώπη όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο και σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της ΓΓ Δια Βίου Μάθησης του 2012 (σελ 13) έχει τεθεί ως ένας στρατηγικός στόχος μέχρι το 2020 η αύξηση σε 15% του ποσοστού των ενηλίκων 25-65 ετών που συμμετέχουν στην δια βίου μάθηση σε σύγκριση με το 9,1 % που ήταν το 2010. Η δια βίου μάθηση πρέπει να είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της εργασίας και να παραμένει ως μια αέναη διαδικασία κατά τη διάρκεια του επαγγελματικού βίου.
Σύμφωνα με το CEDEFOP (Ευρωπαϊκό κέντρο για την ανάπτυξη της επαγγελματικής κατάρτισης) για το 2020 (Cedefop 2010β), προβλέπεται αύξηση θέσεων εργασίας που απαιτούν υψηλά τυπικά προσόντα, ενώ αναμένεται μείωση σε θέσεις εργασίας που απαιτούν προσόντα χαμηλού επιπέδου, στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για το εργατικό δυναμικό κατά το Γ’ τρίμηνο του 2015, τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας κατέχουν άτομα με προσόντα χαμηλού επιπέδου ενώ το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται σε όσους διαθέτουν προσόντα ανώτερου επιπέδου.
Είναι εμφανές λοιπόν ότι η δια βίου μάθηση αποτελεί ένα μέσο αντιμετώπισης της ανεργίας. Οι επενδύσεις σε ανθρώπινο δυναμικό είναι αναγκαίες και αποδίδουν τόσο μακροπρόθεσμα όσο και βραχυπρόθεσμα. Η δια βίου μάθηση δεν πρέπει να υπολογίζεται ως «κόστος» αλλά ως μια αναγκαία επένδυση για την εξέλιξη της κοινωνίας, των επιχειρήσεων και του ίδιου του ατόμου.
Για το λόγο αυτό τόσο η κεντρική κυβέρνηση, όσο και οι δήμοι αλλά και οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αξιοποιήσουν πλήρως τα διαθέσιμα ευρωπαϊκά προγράμματα, αλλά και ιδίους πόρους ώστε να ενισχύουν δράσεις και προγράμματα εκπαίδευσης.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προς αυτή την κατεύθυνση τα δύο τελευταία χρόνια αποτελεί ο Δήμος Αποκορώνου στα Χανιά, που με δικούς του πόρους χρηματοδοτεί προγράμματα δια βίου μάθησης για τους δημότες του.
Στο δύσκολο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο που ζούμε σήμερα είναι σημαντικό η αποκέντρωση της δια βίου μάθησης να γίνεται πραγματικότητα μέσα από δράσεις που στόχο έχουν πρώτα από όλα τον άνθρωπο. Η παροχή εκπαίδευσης υψηλού επιπέδου εξασφαλίζει προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική ανάπτυξη όλων των πολιτών.
Δρ. Γεώργιος Μπαουράκηςα, Καθηγητής-Ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Ζοπουνίδηςβ,γ, Επικ. Καθηγ. Γεώργιος Ατσαλάκηςβ, Ευτυχία Μαρκουλάκηα, Γεώργιος Φακωτάκηςα,β, Μελίνα Κούρτηα
αΜεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων, Αλσύλλιο Αγροκηπίου, Μακεδονίας 1, T.Θ. 85, Χανιά Κρήτης
βΠολυτεχνείο Κρήτης, Εργαστήριο Συστημάτων Χρηματοοικονομικής Διοίκησης, Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης
γAudencia Business School