Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Αναιμική ανάπτυξη, προσφυγική κρίση, άνοδος του λαϊκισμού και ακραίων δυνάμεων, σενάρια εξόδου. Η Ευρώπη αντιμετωπίζει σήμερα τις σοβαρότερες προκλήσεις των τελευταίων 50 ετών, προειδοποιούν ειδικοί. Πόσο έχει αλλάξει, όμως, το σκηνικό σε αυτά τα 50 χρόνια; Μεταφερόμαστε μισό αιώνα πριν, στο 1966. Μία βαριά σκιά καλύπτει τον Νότο. Η Ισπανία διανύει τον 27ο χρόνο της δικτατορίας του Φράνκο, η Πορτογαλία παγιδευμένη στη χούντα του Σαλαζάρ, στην Ελλάδα η κλεψύδρα για τη δημοκρατία γυρίζει ανάποδα.
Δεν είναι όλα μαύρα. Βρίσκουμε την ΕΟΚ, με 6 μέλη, να εισέρχεται στο τελευταίο στάδιο μετάβασης στην κοινή αγορά και στο πρώτο μεγάλο βήμα για την ολοκλήρωση. Αυτό απαιτεί υποχωρήσεις που προβληματίζουν.
Η Γαλλία, έχοντας επί επτά μήνες επιλέξει την πολιτική του «κενού εδράνου», επιστρέφει στο τραπέζι, χάρη στον Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου, με τον οποίο διατηρήθηκε η ομοφωνία για αποφάσεις που αφορούν «ζωτικά εθνικά συμφέροντα». Τα μέλη επικυρώνουν τη Συνθήκη για την ίδρυση της Επιτροπής και του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και κάπως έτσι γεννιούνται οι πρώτες ανησυχίες: «Πόση εθνική κυριαρχία μπορεί να εκχωρηθεί;».
Είναι οι ίδιες ανησυχίες που οδηγούν σήμερα τους Βρετανούς στην κάλπη. Σε έναν ακριβώς μήνα θα αποφασίσουν εάν θα παραμείνουν στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το 1966 χτυπούσαν την πόρτα του και η Γαλλία του Ντε Γκολ την κρατούσε κλειστή. «L’Angleterre, ce n’est plus grand chose» (η Αγγλία δεν είναι πια κάτι σπουδαίο) φέρεται να είχε πει τότε ο Γάλλος ηγέτης. Τώρα όλοι δηλώνουν το αντίθετο. Οι συνέπειες ενός Brexit, που παρουσιάζονται αναλυτικά στο σημερινό φύλλο της «N», φοβίζουν τους πάντες.
Η Βρετανία εισήλθε στην κοινότητα το ‘73. Δύο χρόνια αργότερα οι πολίτες της έκριναν με δημοψήφισμα ότι καλώς έπραξε. Έκτοτε η ευρωπαϊκή οικογένεια μεγάλωσε πολύ, διανύοντας έναν μακρύ δρόμο προς την ενοποίηση. Η τελευταία της Συνθήκη, αυτή της Λισαβόνας, καθιέρωσε θέση προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και ύπατου εκπροσώπου εξωτερικής πολιτικής, προκειμένου η Ένωση να μιλάει με «ενιαία φωνή» και οι άλλες χώρες να γνωρίζουν «ποιος θα σηκώσει το τηλέφωνο». Ενίσχυσε τον ρόλο του Ευρωπαϊκού και των Εθνικών Κοινοβουλίων, έδωσε φωνή στους πολίτες.
Παρ’ όλα αυτά οι οικονομικές ανισορροπίες και το «έλλειμμα δημοκρατίας» επιμένουν. Το ίδιο συμβαίνει με την πολυφωνία σε κρίσιμα ζητήματα, τις αντιδράσεις κατόπιν εορτής, την αδυναμία ενιαίων απαντήσεων. Η λύση είναι η οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση, διαμηνύουν οι επίσημοι θεσμοί. Οι όποιες προτάσεις σε αυτήν την κατεύθυνση έχουν, ωστόσο, μπει στον πάγο. O καθένας φροντίζει για τον εαυτό του.
Θα έπρεπε ίσως οι οξύτατες κρίσεις των τελευταίων ετών να έχουν διδάξει ότι οι προκλήσεις απαιτούν ενότητα, αλλά ο Βρετανός συγγραφέας Ντάγκλας Άνταμς έχει δίκιο: «Τα ανθρώπινα όντα ξεχωρίζουν για την ικανότητά τους να μάθουν από την εμπειρία των άλλων, αλλά και για την εμφανή απροθυμία τους να το πράξουν».