Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι διαθέτει έως και 80 δισ. τον μήνα για την αγορά κρατικών ομολόγων, χωρίς να αποκλείει περαιτέρω ποσοτική χαλάρωση. Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε θεωρεί πως ο κεντρικός τραπεζίτης της Ευρώπης έχει ήδη υπερβεί τα θεμιτά όρια νομισματικής επέκτασης. Η διχογνωμία των δύο ισχυρών παραγόντων της ευρωπαϊκής οικονομίας συνιστά την πεμπτουσία της αντιπαράθεσης στο εσωτερικό της Ευρωζώνης και αντιπροσωπεύει δύο εκ διαμέτρου αντίθετες οικονομικές φιλοσοφίες, που έχουν όμως μια κοινή συνισταμένη.
Αν κάποιος αντιπροσωπεύει πλήρως το σκεπτικό του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αυτός είναι ο Ludger Schuknecht, ο Chief Economist του υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας. Σε πρόσφατο άρθρο του, στη WSJ, επιχείρησε να τεκμηριώσει την άποψη εναντίον της ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ, ξετυλίγοντας διάφορες πτυχές της γερμανικής προσέγγισης.
Όπως λέει, η «μελαγχολία» την οποία εκφράζουν υποστηρικτές της επεκτατικής πολιτικής για την πορεία της διεθνούς οικονομίας είναι το αποτέλεσμα «παράλογων προσδοκιών για το πού μπορούν και πού θα έπρεπε να βρίσκονται οι ρυθμοί ανάπτυξης». Μάλιστα, αυτή η «μελαγχολία» ενίοτε εκφράζεται προκειμένου ακριβώς να δικαιολογήσει το αίτημα για επεκτατική πολιτική.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της Γερμανίας, οι μέτριες προβλέψεις για τον ρυθμό αύξησης της παγκόσμιας μεγέθυνσης δεν οφείλονται παρά σε παράγοντες όπως η προσαρμογή της Ασίας σε περισσότερο βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Επικαλείται το παράδειγμα της διόρθωσης στην Κίνα, ο αντίκτυπος της οποίας στην παγκόσμια μεγέθυνση υπολογίζεται σε περισσότερο από μισή ποσοστιαία μονάδα. Η επιβράδυνση στην Κίνα χαρακτηρίζεται αναπόφευκτη, καθώς η κινεζική οικονομία εστιάζει περισσότερο πλέον στην εγχώρια ζήτηση και στις υπηρεσίες. Εξάλλου, κατά την άποψη του Ludger Schuknecht, είναι η ώρα ευρύτερα οι αναδυόμενες οικονομίες να προβούν σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να ενδυναμώσουν την παραγωγικότητα και να αναβαθμίσουν την αλυσίδα αξίας.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, συνεχίζει ο Chief Economist του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, οι προηγμένες οικονομίες στέκονται καλά. Η παγκόσμια ανάπτυξη εκτιμάται σε κάτι περισσότερο από 3% αυτό το έτος, δηλαδή στα επίπεδα των τελευταίων τριών δεκαετιών. Για το G20, αυτό σημαίνει ήπια ανάπτυξη, με το παγκόσμιο κατά κεφαλήν εισόδημα να έχει διπλασιαστεί σε μία γενιά.
Η ανεργία έχει επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα, ή κάτω από αυτά, σε Γερμανία, Ιαπωνία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ, που αντιπροσωπεύουν τη μερίδα του λέοντος στο ΑΕΠ του βιομηχανοποιημένου κόσμου. Στην Ισπανία και την Ιρλανδία, η κρίση έχει δώσει τη σκυτάλη σε γρήγορη ανάπτυξη και μείωση της ανεργίας. Σε κάθε περίπτωση, «θα χρειαστούν μεγάλες προσπάθειες σε έναν κόσμο που ηλικιώνεται».
REUTERS
Το γερμανικό ΥΠΟΙΚ επικρίνει τις επιλογές του Μάριο Ντράγκι, συν τοις άλλοις, υποστηρίζοντας ότι η χαλαρή νομισματική πολιτική έχει συρρικνώσει τα κέρδη των Γερμανών αποταμιευτών, μισθωτών και συνταξιούχων, δεδομένου ότι τα επιτόκια στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς έχουν πέσει κοντά στο μηδέν.
Το ίδιο πνεύμα διέπει άρθρο στο Project Syndicate του Chief Economist της Allianz SE, Michael Heise, ο οποίος τάσσεται κατά της περιβόητης ρίψης χρημάτων από το ελικόπτερο, που θα μπορούσε να λάβει τη μορφή εφάπαξ πληρωμών σε νοικοκυριά ή κουπονιών κατανάλωσης, χρηματοδοτούμενα αποκλειστικά από τις κεντρικές τράπεζες. Όπως λέει, μια αντίστοιχη εξέλιξη θα ήταν σε θέση να αναβάλει την απαιτούμενη μεταρρυθμιστική προσπάθεια και θα δημιουργούσε στρεβλά κίνητρα για όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα έμπαιναν στον πειρασμό να καταφύγουν σε αυτά τα χρήματα των κεντρικών τραπεζών κάθε φορά που η ανάπτυξη δεν θα είναι τόσο δυναμική όσο θα ήθελαν, αντί να εφαρμόσουν διαρθρωτικές αλλαγές που αντιμετωπίζουν τα βαθύτερα αίτια των αδύναμων οικονομικών επιδόσεων. «Αυτό θα ενίσχυε τις προσδοκίες μεταξύ των παραγόντων της αγοράς ότι κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις θα παρεμβαίνουν πάντοτε, εξομαλύνοντας τις πιστωτικές φούσκες και μετριάζοντας τις συνέπειες, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται τη συσσώρευση περισσότερου χρέους», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Michael Heise, επισημαίνοντας τον κίνδυνο μιας προβληματικής αντίληψης του ρίσκου.
Η αλήθεια είναι πως παρ’ όλη τη δραστική ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ -η οποία πάντως θεωρείται από πολλούς αναλυτές ότι καθυστέρησε, με αποτέλεσμα να μη συγχρονιστεί με την αντίστοιχη πολιτική της Fed- μέχρι στιγμής ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη παραμένει χαμηλός, μακριά από τον στόχο της περιοχής του 2%. Σε συνέντευξη στη «Ν», ο πρόεδρος της Bundesbank Γενς Βάιντμαν είχε αποδώσει σε μεγάλο βαθμό αυτήν την εξέλιξη στην πτώση της τιμής του πετρελαίου, υπό την επισήμανση βεβαίως ότι από μόνη της δεν είναι επικίνδυνη, αλλά αντιθέτως τονωτική για την οικονομία στο σύνολό της, καθώς τα νοικοκυριά έχουν περισσότερα χρήματα να δαπανήσουν και οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κόστος.
«Η περιοριστική επίδραση των χαμηλότερων τιμών του πετρελαίου στον πληθωρισμό θα εξαλειφθεί με τον καιρό και η πίεση των τιμών αναμένεται να αυξηθεί συνολικά δεδομένης της πρόβλεψης για σταδιακή οικονομική βελτίωση. Επομένως, και παρ’ όλο που οι δευτερογενείς επιδράσεις δεν είναι ορατές, ο πληθωρισμός αυξάνεται από ένα χαμηλό επίπεδο και έχει υπάρξει για παρατεταμένη χρονική περίοδο σημαντικά χαμηλότερος από τον ορισμό μας για τη σταθερότητα των τιμών», σημείωνε ο κεντρικός τραπεζίτης της Γερμανίας.
Τη δική του απάντηση στις γερμανικές θέσεις έδωσε πρόσφατα ο ίδιος ο Μάριο Ντράγκι, από το βήμα συνεδρίου στη Φραγκφούρτη. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΚΤ, όσοι επιχειρηματολογούν για μικρότερο ρόλο της νομισματικής πολιτικής, εκ των πραγμάτων υπονοούν έναν μεγαλύτερο ρόλο της δημοσιονομικής πολιτικής, για την αύξηση της ζήτησης. Υπαινίσσεται δηλαδή, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η Γερμανία, η ατμομηχανή της Ευρώπης, θα πρέπει να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνει ότι η Ευρωζώνη «τρέχει» πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών άνω του 3% του ΑΕΠ, με τη Γερμανία να συντηρεί πλεόνασμα άνω του 5% του ΑΕΠ επί σχεδόν 10 χρόνια.
Επ’ αυτού, έχει ενδιαφέρον η απάντηση που είχε δώσει στη «Ν» ο Γενς Βάιντμαν. «Φυσικά, οι κανόνες της νέας διαδικασίας μακροοικονομικής ανισορροπίας θα πρέπει να ισχύουν και για τις Κάτω Χώρες και για τη Γερμανία. Είναι σημαντικό ωστόσο να σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού πλεονάσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών προέρχεται από το εμπόριο με χώρες εκτός της ζώνης του ευρώ. Το πλεόνασμα έναντι του υπολοίπου της Ευρωζώνης είναι στην πραγματικότητα αρκετά μικρό, στο 1,7% του γερμανικού ΑΕΠ, και δύσκολα μπορεί να ονομαστεί μη βιώσιμο. Είναι επίσης αλήθεια ότι η υποτίμηση του ευρώ, στο πλαίσιο της νομισματικής χαλάρωσης, έπαιξε ρόλο στην αύξηση αυτού του πλεονάσματος». Ως προς την προτροπή για τόνωση της ζήτησης στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης; «Η ώθηση των δημοσίων επενδύσεων μέσω ελλειμμάτων στις δαπάνες, όπως ορισμένοι έχουν ζητήσει, δεν θα υπονόμευε απλώς την εμπιστοσύνη στα δημόσια οικονομικά της Γερμανίας. Θα είχε συγχρόνως μόνο μια πολύ περιορισμένη επίδραση στις οικονομίες των άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το ποσοστό των εισαγωγών στις γερμανικές δημόσιες επενδύσεις είναι πολύ χαμηλό κι έτσι οι διαχύσεις θα είναι στην καλύτερη περίπτωση περιορισμένες».
Η Γερμανία αντιθέτως επικρίνει τις επιλογές της ΕΚΤ για το γεγονός ότι η χαλαρή νομισματική πολιτική έχει συρρικνώσει τα κέρδη των Γερμανών αποταμιευτών, μισθωτών και συνταξιούχων, δεδομένου ότι τα επιτόκια στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς έχουν πέσει κοντά στο μηδέν. Από την πλευρά του ωστόσο ο Μάριο Ντράγκι διαμηνύει ότι τα χαμηλά επιτόκια δεν οφείλονται στις τωρινές εξελίξεις, αλλά στο αποτέλεσμα της χρόνιας υπέρμετρης συσσώρευσης των αποταμιεύσεων, εν μέσω λιγοστών ευκαιριών για κερδοφόρες επενδύσεις. Προτρέπει δε τους Γερμανούς πολίτες να κατανείμουν τα χρήματα που κατέχουν σε μεγαλύτερη γκάμα ευκαιριών, γεγονός που θα τους απέφερε ικανοποιητικά κέρδη. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως το μέσο νοικοκυριό στη Γερμανία κρατά το 40% του εισοδήματος σε μετρητά και καταθέσεις, έναντι 15% στις ΗΠΑ, όπου το 1/3 του εισοδήματος διατίθεται σε τίτλους.
Μέσα σε αυτήν την πλούσια ανταλλαγή επιχειρημάτων, γύρω από θέματα που καθορίζουν τις ευρύτερες εξελίξεις στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία, ένα είναι το στοιχείο που «ενώνει» τον Μάριο Ντράγκι με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Η λύση, ανεξαρτήτως οικονομικής σχολής σκέψης, περνά μέσα από την αποτελεσματική υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσουν την ισορροπία ανάμεσα στην αποταμίευση και την επένδυση και κατ’ επέκταση την προοπτική της ευρωπαϊκής οικονομίας. Θα έλεγε κανείς πως η αντιπαράθεση των δύο ανδρών, που αντιπροσωπεύουν τα εκατέρωθεν θεμελιώδη ρεύματα σκέψης στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, αφορά το τι θα πρέπει να γίνει έως ότου αποδώσουν οι μεταρρυθμίσεις: Να κόβει χρήμα κανείς ή να μην κόβει;