Για παραπληροφόρηση από ορισμένα πρόσωπα αλλά και για ανακρίβειες που λέγονται, κάνει λόγο η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου σε ανακοίνωσή της, δίνοντας ουσιαστικά απαντήσεις για την πειθαρχική δίωξη κατά της Εισαγγελέως Εφετών Γεωργίας Τσατάνη που έθεσε στο αρχείο την υπόθεση του Ανδρέα Βγενόπουλου, αλλά και για την μηνυτήρια αναφορά της κατά του καθηγητή Σταύρου Τσακυράκη.
Η πρόεδρος του Αρείου Πάγου αναφέρει ότι πρέπει να προβεί σε ορισμένες επισημάνεις «με αφορμή τις συνεχιζόμενες βολές κατά του θεσμού του προέδρου του Αρείου Πάγου, από ορισμένα πρόσωπα, τα οποία παραπληροφορούν τους Έλληνες πολίτες, προσπαθώντας να κλονίσουν την εμπιστοσύνη τους προς τον θεσμό και προς το πρόσωπό µου, επειδή, προφανώς, «ενοχλούνται», διότι, µε την ευσυνείδητη άσκηση των καθηκόντων µου, εμποδίζω μεγάλα διαπλεκόμενα συμφέροντα.»
Αναφορικά με την αρμοδιότητα πειθαρχικού ελέγχου, η κ. Θάνου αναφέρει στην ανακοίνωσή της ότι «διαθέτουν ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και ο Προϊστάμενος Επιθεώρησης για όλους τους δικαστικούς Λειτουργούς (δικαστές και Εισαγγελείς), καθώς και οι Πρόεδροι Εφετών, διευθύνοντες τα Εφετεία, για τους δικαστές της Περιφέρειάς τους και οι Εισαγγελείς Εφετών, διευθύνοντες τις Εισαγγελίες, για τους Εισαγγελείς της περιφέρειάς τους», τονίζοντας ότι στη συνέχεια με το νόμο 4356/2015, προστέθηκε και η αρμοδιότητα του Προέδρου του Αρείου Πάγου και διερωτάται: «Ευλόγως, επομένως, προκύπτει το ερώτημα, ποιοι και γιατί ενοχλούνται, επειδή, πέραν του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου και του προϊσταμένου Επιθεώρησης απέκτησε αρμοδιότητα και ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου».
Η κ. Θάνου χαρακτηρίζει ανακριβές ότι «η πρόεδρος, η οποία ασκεί την πειθαρχική δίωξη, στη συνέχεια κρίνει τον ελεγχόμενο, συμμετέχοντας στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, δεδομένου ότι «δεν μπορούν να μετάσχουν σε πειθαρχικό συμβούλιο ή δικαστήριο, για την εκδίκαση ορισμένης πειθαρχικής υπόθεσης, εκείνοι που έχουν ασκήσει την πειθαρχική δίωξη ή έχουν ενεργήσει την ανάκριση, στην ίδια πειθαρχική υπόθεση».
Για την Γ. Τσατάνη
Σχετικά με την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου κατά της Εισαγγελέως Εφετών Γεωργίας Τσατάνη, η πρόεδρος του Αρείου Πάγου τονίζει:
«Ο αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης έχει το δικαίωμα (άρθρ. 99 παρ. 9 του ιδίου ως άνω νόμου) να ενεργεί αμέσως προκαταρκτική εξέταση, η οποία διενεργείται είτε µε εντολή του, από άλλο δικαστικό λειτουργό, ανώτερο κατά βαθμό από τον ελεγχόμενο, είτε από τον ίδιον, αυτοπροσώπως, όπως έπραξα στην προκειμένη περίπτωση, λόγω της µμεγάλης δημοσιότητας που είχε λάβει η υπόθεση αυτή και του μεγάλου κοινωνικοοικονοµικού ενδιαφέροντος των υποθέσεων, που χειρίσθηκε η ελεγχόμενη».
Όπως τονίζει η κ. Θάνου, «οι επικαλούμενοι ως λόγοι εξαίρεσης, που δημιουργούν δήθεν υπόνοια μεροληψίας σε βάρος µου, ότι δηλαδή ανέλαβα η ίδια την διενέργεια της πειθαρχικής έρευνας, μετά από «υπόδειξη» από τους Κύπριους αξιωματούχους, ή ότι έχω σχέση γνωριμίας μαζί τους ένεκα της ιδιότητας µου, ως πρώην υπηρεσιακής Πρωθυπουργού, ή ότι διατηρώ σχέση υπηρεσιακής συνεργασίας µε τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης κ. Παπαγγελόπουλο, δεν χρήζουν καν απάντησης, διότι εάν οι τυπικές υπηρεσιακές σχέσεις ή η απλή γνωριμία εκτιμηθούν ως λόγοι εξαίρεσης, τότε όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί θα πρέπει να εξαιρούνται. Οι λοιποί λόγοι εξαίρεσης έχουν κριθεί νόµω αβάσιμοι από τη νομολογία (ΑΠ 1080/2010), πέραν του ότι είναι παντελώς αβάσιμοι κατ΄ ουσία και ανακριβείς, όπως ανακριβέστατος είναι και ο λόγος ότι δήθεν συνομολόγησα ότι η προς εκείνη επιδοθείσα κλήση για γραπτές εξηγήσεις ήταν αόριστη».
Η πρόεδρος του Αρείου Πάγου χαρακτηρίζει αβάσιμη και καταχρηστική την αίτηση εξαίρεσης της, και «παρά το γεγονός ότι ουδεμία έχθρα ή αντιπάθεια είχα ουδέποτε µε την ελεγχόμενη, µε την οποία, αντιθέτως, διατηρούσα πάντοτε πολύ καλές υπηρεσιακές σχέσεις και ουδεμία, επίσης, ιδιαίτερη σχέση έχω µε τους ασκήσαντες τις αναφορές Κυπρίους αξιωματούχους, εν τούτοις, προς διαφύλαξη του κύρους και της αξιοπιστίας τόσο της θεσμικής µου θέσης, όσο και της Δικαιοσύνης γενικότερα, ανέθεσα σε Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου την περαιτέρω διενέργεια της πειθαρχικής εξέτασης και τη σύνταξη του σχετικού πορίσματος».
Αναφερόμενη στη μήνυση κατά του Καθηγητή Σταύρου Τσακυράκη η κυρία Θάνου υπογραμμίζει ότι «είναι καταφανές ότι έχει πέσει στο κενό η συνεχιζόμενη προσπάθεια ορισμένων προσώπων να πείσουν την κοινή γνώμη ότι η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου δεν δικαιούται να καταμηνύσει κάποιον, όταν αυτός υπερβαίνει τα οριζόμενα από το Σύνταγμα και τους νόμους όρια της ελευθερίας της έκφρασης και κατά τρόπο απρόκλητο, προσβάλλει την προσωπικότητά της, µε φράσεις εξυβριστικές και μειωτικές και η εμμονή τους αυτή δημιουργεί ευλόγως σκέψεις και ερωτηματικά, για το ποιος είναι ο πραγματικός τους στόχος, όπως επίσης, δημιουργούν ερωτηματικά όσοι προφασίζονται ότι δεν κατανοούν ότι η πρόεδρος, µε το αποσταλέν έγγραφό της, ασφαλώς δεν έκανε παρέμβαση στον Κοινοβουλευτικό έλεγχο, αλλά εξέφρασε την απορία της για το γεγονός ότι συγκεκριμένο κόµµα της ήσσονος αντιπολίτευσης εξέδωσε δελτίο τύπου, για υπόθεση που αποτελεί προσωπική ιδιωτική διαφορά».
Και καταλήγει στην ανακοίνωσή της: «Διαβεβαιώνω τους ΄Έλληνες πολίτες ότι πρέπει να συνεχίσουν να εμπιστεύονται τους ΄Έλληνες δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ασκούν το λειτούργημά τους µε ακεραιότητα και σοβαρότητα, έχοντας πλήρη συναίσθηση των καθηκόντων τους και διαθέτουν το σθένος, ώστε να αγνοούν τις τυχόν παρεμβάσεις ή πιέσεις, από οποιονδήποτε και αν προέρχονται».
naftemporiki.gr