«Ως εμψύχω Θεού κιβωτώ ψαυέτω μηδαμώς χειρ αμυήτων χείλη δε πιστών τη Θεοτόκω ασιγήτως φωνήν του αγγέλου αναμέλποντα, εν αγαλλιάσει βοάτω: Όντως ανωτέρα πάντων υπάρχεις, Παρθένε αγνή». «Εσένα που είσαι ζωντανή κιβωτός του Θεού, ας μη σε αγγίζει ολότελα χέρι άπιστο, αλλά χείλια πιστά ας ψάλλουνε δίχως να σωπάσουνε τη φωνή του αγγέλου κι ας κραυγάζουνε: «Αληθινά, είσαι ανώτερη απ' όλα Παρθένε αγνή».
Ακόμη και αμύητοι, και ακατάνυχτοι επικαλούνται την Παναγία, την ελπίδα των απελπισμένων, τη χαρά των πικραμένων, το ραβδί των τυφλών, την άγκυρα των θαλασσοδαρμένων, τη μάνα των ορφανεμένων.
Καταφεύγουν σε Κείνη που την είπαν: «Σκέπη του κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγορούσα», «Ελεούσα», «Οδηγήτρια»,
«Παρηγορίτισσα», «το χαροποιόν πένθος», «ο ποταμός ο γλυκερός του ελέους», «ο χρυσοπλοκώτατος πύργος και η δωδεκάτειχος πόλις», «το χρυσούν θυμιατήριον», «μανναδόχο στάμνον που έχει μέσα «μύρον το ακένωτον», «Ρόδον το αμάραντον».
Τι θάνατος είναι αυτός, που γέμισε τις καρδιές με τη χαρά της αθανασίας! Και καλώτατα ψέλνει ο υμνωδός σήμερα: «Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης προς την ζωήν, μήτηρ υπάρχουσα της ζωής, και ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη εκ θανάτου τας ψυχάς ημών». Αληθινά λέγει και σ'ένα άλλο τροπάρι: «Τη αθανάτω σου κοιμήσει, Θεοτόκε, μήτερ της ζωής...».
«Ω του παραδόξου θαύματος! η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται, και κλίμαξ προς oυραvόv ο τάφος γίνεται! Ευφραίνου Γεθσημανή, της Θεοτόκου το άγιον τέμενος. Βοήσωμεν οι πιστοί, τον Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη, χαίρε, μετά σου ο Κύριος, ο παρέχων τω κόσμω διά Σου το μέγα έλεος.»
K.T.