Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Η αλήθεια είναι πως όλα αυτά δεν είναι πρωτόγνωρα. Είναι κάποιοι, γίνονται αρκετοί μάλιστα, που δεν αντέχουν τον άλλο και την άποψή του. Μια περιήγηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πείθει ακόμη κι αυτόν που ζει στον προστατευμένο μικρόκοσμό του για την επιθετικότητα, τη λεκτική απελευθέρωση και την άνοδο της ωμότητας, τις εμμονές πασπαλισμένες με γυμνασιακό χιούμορ και τις διάφορες εκδοχές της χυδαιότητας.
Η αλήθεια είναι ότι σε μια εκπομπή, που όταν προβάλλεται έχει μεγάλη θεαματικότητα, δεν ήταν η πρώτη φορά που οι ανοίκειοι χαρακτηρισμοί, τα υπονοούμενα και τα απλοϊκά σχήματα γαργαλούν αρκετών τα νευρικά συστήματα. Γιατί δεν είναι μόνο αυτός που χρησιμοποιεί το μέσον εμπαθής με όσους τον χωρίζουν ιδεολογικές ή επιστημονικές ή καλλιτεχνικές διαφορές. Υποκαίουν κι αλλού φθόνος και βαναυσότητα και ξεβράζουν όλο τους το εσώψυχο μεμιάς.
Δεν θα ξεχάσω προ διετίας καθηγητή, και μάλιστα των λεγόμενων ανθρωπιστικών σπουδών, να αμφισβητεί τη δημοκρατική επάρκεια του Γερμανού υπουργού Οικονομικών. Με ποιο επιχείρημα; «Οι φασίστες έχουν πάρει διαζύγιο με το χαμόγελο, ο κ. Σόιμπλε φορά μάσκα χαμόγελου, άρα είναι φασίστας»!
Αυτή η επιχείρηση ακύρωσης του λόγου διά της ακύρωσης του προσώπου είναι τουλάχιστον γελοία. Νομίζουν ότι με τον φθηνό λαϊκισμό εκμηδενίζουν τον αντίπαλο. Η πειθώ δεν τους φτάνει. Δεν καταδέχονται τον εγωισμό της απόδειξης και κραδαίνουν την προσβολή (ή τη διαβολή, καταπώς βολεύει) για να επιβληθούν.
Και ενώ υποτίθεται ότι ξεμπροστιάζουν, ξεμπροστιάζονται, γιατί αποκαλύπτουν την ένδεια των επιχειρημάτων τους. Είναι άγρια συναρπαστική η επίδειξη δύναμης, αλλά δεν είναι δύναμη. Ούτε σε τσαντίρια ούτε σε πατητήρια.
Η «συγγνώμη», δε, μετά τα πανηγύρια ήταν χειρότερη από το σχόλιο. Ισως γιατί το γαρ πολύ του έρωτος (της εξουσίας) γεννά παραφροσύνη. Δεν το διάβασα στον Παλαμά, δεν το βρήκα στον Δροσίνη. Σε μια χώρα - καμίνι λίγη ευθύτητα, άλλωστε, έχει μείνει.