Μεταρρυθμιστική λογική

Τετάρτη, 14 Σεπτεμβρίου 2005 18:55
UPD:18:56

A- A A+

Στη Γερμανία, ο καγκελάριος Σρέντερ ξεκίνησε μεταρρυθμίσεις το 2003, οι οποίες επικρίθηκαν από την Αριστερά και είχαν ως αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί η πλειοψηφία του. Αποφάσισε τότε να προκηρύξει πρόωρες εκλογές με ένα απλό ερώτημα: συνεχίζουμε τις μεταρρυθμίσεις ή τις σταματάμε;

Απέναντί του, οι χριστιανοδημοκράτες της Ανγκελα Μέρκελ προτείνουν ένα πρόγραμμα με διαφορετικό περιεχόμενο αλλά παρόμοιο στόχο: την ανάκαμψη της οικονομίας. «Η δημιουργία θέσεων απασχόλησης απαιτεί μεταρρυθμίσεις», είναι το σύνθημα του SPD. «Η Γερμανία πρέπει να αλλάξει», λέει η CDU.

Το τοπίο είναι καθαρό. Είτε την Κυριακή νικήσει ο Σρέντερ είτε η Μέρκελ, η Γερμανία θα επιταχύνει τη μεταρρύθμιση του κοινωνικού της κράτους.

Αν η Μέρκελ μαζί με τους Ελεύθερους Δημοκράτες δεν καταφέρει να φτάσει το 50%, θα αναγκαστεί να συγκυβερνήσει με τους σοσιαλδημοκράτες. Δύο μεταρρυθμιστικές λογικές στην ίδια βάρκα, όμως, μπορεί να αλληλοεξουδετερωθούν. Αυτό είναι ένα σενάριο.

Αν δεν επαληθευτεί, η νέα κυβέρνηση του Βερολίνου θα προχωρήσει με ταχύτητα και αποφασιστικότητα προς τον κοινό στόχο: την αύξηση της γερμανικής ανταγωνιστικότητας.

Η Γερμανία είναι πολύ ακριβή. Πρέπει λοιπόν να μειωθεί το κόστος της εργασίας, που φτάνει κατά μέσο όρο τα 27,60 ευρώ την ώρα (από τα οποία τα 12,20 είναι φόροι), έναντι 19,90 στη Βρετανία και 18,80 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οσο για την ανατολική Ευρώπη, εκεί το κόστος εργασίας είναι μόλις 5 ευρώ την ώρα.

Επιχειρήσεις όπως η Siemens, η Daimler-Benz ή η VW δοκιμάζουν εδώ και χρόνια διάφορες λύσεις: μείωση των θέσεων εργασίας, περιορισμό των ημερομισθίων, επέκταση της διάρκειας εργασίας, υπεργολαβίες.

Παντού, τα συνδικάτα έχουν υποχωρήσει και έχουν υπογράψει συμβάσεις μπροστά στην κοινή απειλή: αν δεν το κάνετε, θα μετακομίσουμε. Παράλληλα, η κυβέρνηση έχει προχωρήσει στη φιλελευθεροποίηση της αγοράς εργασίας και τον έλεγχο της ανεργίας.

Το αποτέλεσμα είναι οι κοινοπραξίες να εμφανίζουν κέρδη και η Γερμανία να έχει επιστρέψει στην πρώτη θέση των εξαγωγικών χωρών. Η γερμανική βιομηχανία έχει ξαναβρεί όχι μόνο τη χαμένη της ανταγωνιστικότητα, αλλά και μια πολύ καλή θέση στον νέο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Τα μηχανήματα made in Germany εξάγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Κίνα, στην Ινδία.

Μετά την επιστροφή των κερδών, το επόμενο βήμα στον παραδοσιακό μηχανισμό της ανάκαμψης είναι η επιστροφή των επενδύσεων. Οι πρώτες ενδείξεις είναι θετικές. Αντίθετα, η Γερμανία εξακολουθεί να απέχει πολύ από το τρίτο στάδιο: την κατανάλωση. Οι χαμηλοί μισθοί και η υψηλή ανεργία έχουν καταρρακώσει το ηθικό των νοικοκυριών, τα οποία αποταμιεύουν όσο μπορούν και μειώνουν τις δαπάνες τους. Ο απολογισμός λοιπόν είναι ανάκαμψη της προσφοράς, όχι όμως και της ζήτησης.

Σε τέτοιες συνθήκες, οι οικονομολόγοι στη Γαλλία θα πρότειναν στην κυβέρνηση να μη μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα αλλά να μειώσει τους φόρους. Στη Γερμανία, με εξαίρεση το Αριστερό Κόμμα, κανείς δεν εξετάζει μια τέτοια λύση.

Ολα τα προεκλογικά προγράμματα μιλούν για συνέχιση της πολιτικής της προσφοράς. Οι σοσιαλδημοκράτες συνοδεύουν αυτή την πρόταση με κάποια μέτρα τόνωσης της ζήτησης, όπως η βελτίωση των οικογενειακών επιδομάτων και η δημιουργία ενός οικουμενικού ταμείου περίθαλψης. Το SPD προτείνει ένα φόρο για τις μεγάλες περιουσίες (κάπου 40.000 νοικοκυριά), επιμένει όμως στη μεταρρύθμιση της εργασίας (μείωση της διάρκειας του επιδόματος ανεργίας από τους 32 στους 18 μήνες) και τη μείωση του φόρου στις επιχειρήσεις (από 25% σε 19%).

Η CDU ενισχύει τα μέτρα σε αυτή την κατεύθυνση, συνοδεύοντάς τα με την κατάργηση του νόμου για τις απολύσεις στις επιχειρήσεις με λιγότερους από 20 εργαζόμενους και με την ακόμη μεγαλύτερη μείωση του φόρου στις επιχειρήσεις.

Για να χρηματοδοτήσουν αυτά τα μέτρα, οι χριστιανοδημοκράτες προτείνουν αύξηση του ΦΠΑ από 16% σε 18%. Η πρόταση αυτή είναι περίεργη, αφού θα οδηγήσει σε αύξηση του πληθωρισμού και ακόμη μεγαλύτερη μείωση της ζήτησης.

Τα δύο προγράμματα δεν λάμπουν για την πρωτοτυπία τους, αλλά ο στόχος τους είναι κοινός. Η Γερμανία γνωρίζει ότι το μέλλον της περνά από τη μείωση του κόστους της οικονομίας της.

Πηγή: Le Monde, ΑΠΕ

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή