Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]
Πάει ένα τέταρτο του αιώνα πλέον, από τότε που ένας εκ των κορυφαίων Κυπρίων πολιτικών -αείμνηστος πια- εξομολογείτο σε ιδιωτική συναναστροφή, με ελαφρώς κυνική παρρησία και πάντα συνοδεία της απαραίτητης ζιβανίας -η κυπριακή ρακή- πως «το να μιλάς για το Κυπριακό το πρωί σου χαλάει την ημέρα, το μεσημέρι σου κόβει την όρεξη και το βράδυ σε αφήνει ξάγρυπνο».
Δεν έζησε για να δει το Κυπριακό να λύνεται, όπως και οι άλλοι κορυφαίοι της γενιάς του, αυτοί όλοι που σάρκωσαν τον αντιαποικιακό αγώνα και στάθηκαν αρωγοί ή και ευπρεπείς αντίπαλοι του Μακάριου, ωστόσο πρωταγωνίστησε στην ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και ενάντια σε όλες τις προβλέψεις, τα ορατά και μη εμπόδια, ευτύχησε στο τέλος μιας μακράς και λαμπρής πολιτικής διαδρομής να δει την πατρίδα του να συναρθρώνει τον βηματισμό της με την Ευρώπη, μετριάζοντας έτσι τον βραχνά της ανασφάλειας, απότοκο του κατοχικού Αττίλα.
Είχε εργαστεί μεθοδικά και με σαφές σχέδιο, αξιοποιώντας όλες τις διεθνείς συγκυρίες, αλλά και στηριζόμενος αποτελεσματικά σε όλες τις ενέργειές του από μια Ελλάδα που κατέθετε τότε διαπιστευτήρια σοβαρής χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Είκοσι πέντε χρόνια έπειτα από εκείνη τη συζήτηση, πλάι στην «πράσινη γραμμή» της Λευκωσίας, ο εξ επαγγέλματος μέτοχος και παρατηρητής όσων τεκταίνονται στον καθ’ ημάς δημόσιο βίο και στο τέναγος της αθηναϊκής πολιτικής σκηνής, αν αρνηθεί να υποκύψει στον παρηγορητικό τούτες τις ώρες κυνισμό, νιώθει απόγνωση.
Αρκεί μια απλή σταχυολόγηση όσων απασχόλησαν την επικαιρότητα τις τελευταίες ημέρες για να δώσει περιεχόμενο και υπόσταση πραγματικότητας στη ρήση, «η Ελλάς είναι ένα απέραντο φρενοκομείο».
Αίφνης, οι παράκλητοι της συναίνεσης τη μια ημέρα, μετατρέπονται την επόμενη σε «σκυλιά που αλυχτούν» για να εμποδίσουν το κυβερνητικό καραβάνι να προχωρήσει.
Οι έως χθες υβριζόμενοι και λοιδορούμενοι ως «προσκυνημένοι, γερμανοτσολιάδες, δωσίλογοι και μειοδότες» εγκαλούνται θρασύτατα διότι «δεν υλοποίησαν τα προηγούμενα μνημόνια, όπως έπρεπε και με την ταχύτητα που έπρεπε».
Στο Κοινοβούλιο ψηφίζονται τροπολογίες και νόμοι για να αποφύγει η χώρα την παραπομπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επί απάτη και ο αρμόδιος -και εισηγούμενος τη νομοθεσία- υπουργός αμέσως μετά την ψήφισή της διαμηνύει υπερηφάνως ότι όσο είναι στο υπουργείο του δεν πρόκειται να εφαρμόσει τις ψηφισμένες ρυθμίσεις και να απαιτήσει την επιστροφή όσων καταχρηστικώς εδόθησαν στους αγρότες, ως ενισχύσεις προηγουμένων ετών.
Σε στιγμές έξαρσης, αντάξιας ελληνικού καφενέ, ο υπεύθυνος κυβερνήτης δοκιμάζει τη «διπλωματία του twitter», για να αναδιπλωθεί κακήν-κακώς, αποδυναμώνοντας αναιτίως την ούτως ή άλλως ισχνή πολιτικο-διπλωματική βάση και διεθνή εικόνα της χώρας.
Τα πάντα γύρω βοούν κατάρρευση, η χώρα μετεωρίζεται μεταξύ της αμόρφωτης θρασύτητας των μεν και της ανούσιας αδολεσχίας των δε, αλλά κανένα πρόβλημα.
Η νέα εξουσία έχει τη λύση για να παρατείνει τις ημέρες της, επιστρατεύοντας εκείνη την ιδιόρρυθμη περσόνα που οικοδομήθηκε στα τηλεοπτικά πλατό, πριν εκπορθήσει, με επίμονο τριακονταετή αγώνα, τις πύλες του Κοινοβουλίου.