Toυ Δημήτρη Σπυράκου*
Η προστασία της κατοικίας, στο πλαίσιο του Ν. 3869/2010 (Νόμου Κατσέλη), δεν σχεδιάστηκε αποκλειστικά για μία κοινωνία που βρίσκεται σε οικονομική κρίση. Αποτελεί το βασικό και τακτικό εργαλείο που εισήγαγε η Πολιτεία για την αντιμετώπιση των τραγικών αδιεξόδων που περιέρχονται οφειλέτες εξαιτίας της σύγχρονης πιστωτικής επέκτασης. Γεγονός, ωστόσο, είναι ότι στη χώρα μας, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και ελλείψει άλλων πολιτικών προσαρμογής των χρεών, η εν λόγω προστασία προσέλαβε μεγαλύτερη βαρύτητα και σημασία.
Αξίζει, μάλιστα, να θυμίσει κανείς ότι πρόκειται για μία προστασία που δεν χαρίζεται στον δανειολήπτη. Αντιθέτως, ο τελευταίος θα πρέπει να την κατακτήσει, αποπληρώνοντας, στο πλαίσιο μίας μακρόχρονης ρύθμισης, το 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου. Ο υπερχρεωμένος οφειλέτης είναι ωσάν να επαναγοράζει ουσιαστικά την κατοικία του. Κύριο γνώρισμα της προστασίας αυτής ήταν λοιπόν ότι ενσωμάτωνε στη λειτουργία της και την προστασία των συμφερόντων των τραπεζών, εξασφαλίζοντας σε αυτές οφέλη που σε μία διαδικασία αναγκαστικής εκποίησης δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο ν. 3869/2010, δίνοντας με τον πλέον σύγχρονο τρόπο απαντήσεις, εισήχθη στη χώρα μας σε καθεστώς μνημονίου και με τη σύμφωνη γνώμη της ΕΚΤ.
Ήδη, εξάλλου, στη χώρα μας έχει καταργηθεί (λήξει) κάθε άλλη προστατευτική από πλειστηριασμούς διάταξη που είχε την εξήγησή της στη οικονομική κρίση. Συγχρόνως δε, ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας μεριμνά για την αποτελεσματικότερη και ταχύτερη διενέργεια πλειστηριασμών. Το νομοσχέδιο που κατέθεσε, όμως, η Κυβέρνηση αποδομεί πλέον και την τακτική προστασία της κύριας κατοικίας, καταργώντας την πλήρως, και επιτρέποντας, ως κατ’ εξαίρεση ρύθμιση, για τρία έτη μία περιορισμένη προστασία.
Οι νέες διατάξεις θεσπίζουν σωρευτικά κριτήρια που αποκλείουν στο μεγάλο πλήθος των υπερχρεωμένων την είσοδο στην προστασία. Δεν είναι μόνο – ίσως και τόσο - η άνευ προϋποθέσεων μεγάλη υποχώρηση των ορίων της αντικειμενικής αξίας της προστατευόμενης κατοικίας που δημιουργεί το πρόβλημα. Ο οφειλέτης, προκειμένου να ενταχθεί στη ρύθμιση, υποβάλλεται σε μία εισοδηματική μέγγενη. Δεν πρέπει να έχει υψηλό εισόδημα, γιατί θα αποκλειστεί από τη ρύθμιση. Δεν πρέπει να έχει, όμως, ούτε μικρό εισόδημα γιατί θα απορριφθεί καθώς δεν παρέχει την απαιτούμενη ικανότητα αποπληρωμής.
Οι δυνατότητες αποπληρωμής του οφειλέτη προσεγγίζονται, εξάλλου, στατικά, στερώντας του τη δυνατότητα, με περιόδους χάριτος και δικαιολογημένες προσδοκίες για ανάκαμψη, να ανακτήσει τη προοπτική αποπληρωμής. Το πλαίσιο ένταξης και παραμονής του οφειλέτη στη ρύθμιση καθίσταται ασφυκτικό. Επιστρατεύονται στερεότυπα φρονηματικής εντέλει συμπεριφοράς του οφειλέτη στα οποία θα έπρεπε αναδρομικά να έχει ανταποκριθεί. Προβλέπεται έκπτωσή του από τη ρύθμιση ανεξάρτητα υπαιτιότητας.
Το πλήθος των αποκλεισμένων ή έκπτωτων από την προστασία παραπέμπεται, δίχως την ελάχιστη διαπραγματευτική δύναμη και αξίωση για λύση στο πρόβλημά του, στον Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος. Είναι ο Κώδικας, του οποίου η εφαρμογή «σέρνεται» και που, πάντως, δεν μπορεί να δώσει λύση εκεί που ο ν. 3869/2010 μπορεί: όταν, όπως κατά κανόνα δηλαδή συμβαίνει, ο οφειλέτης έχει περισσότερους πιστωτές.
Πλέον, μία νέα «φιγούρα» πλανάται ως απειλή πάνω από τα κεφάλια των υπερχρεωμένων. Αυτή του «συνεργάσιμου» δανειολήπτη που θα αναζητά εναγωνίως τη συνεργάσιμη τράπεζα, την οποία κανείς δεν του διασφαλίζει. Είναι, ωστόσο, αμφίβολο αν η μονομερής συνεργασιμότητα του δανειολήπτη οδηγεί σε ρεαλιστική προσαρμογή των χρεών ή τελικά σε μία διαιώνιση τους που απομυζά κάθε μελλοντική προοπτική του.
Η προστασία της κύριας κατοικίας καταργείται. Όχι, ασφαλώς, γιατί τα επόμενα χρόνια δεν θα επιταθούν τα αδιέξοδα νοικοκυριών που θα χρήζουν προστασίας. Η κατάργησή της, ωστόσο, δημιουργεί ιδανικότερες συνθήκες για την πώληση των δανείων, ενώ και ο Κώδικας Δεοντολογίας δεν βρίσκει εφαρμογή στα δάνεια που έχουν πωληθεί ή θα πωληθούν. Οι νέοι πιστωτές δεν θα έχουν ούτε συναλλακτικές αναστολές ούτε δεοντολογικές δεσμεύσεις. Θα έχουν, όμως, απέναντί τους δανειολήπτες αδύναμους και ευάλωτους για μεγαλύτερη εκμετάλλευση.
Ένα σημαντικό μέρος του «Νόμου Κατσέλη» χάνεται. Ίσως γιατί όσοι πολιτικά το διαχειρίστηκαν, δεν το κατάλαβαν επαρκώς για να το υπερασπιστούν. Ο ν. 3869/2010 δεν θα μπορούσε να σηκώσει αποκλειστικά το βάρος της αντιμετώπισης της υπερχρέωσης ή, ασφαλώς, να λύσει το πρόβλημα των κόκκινων δανείων, σε συνθήκες μάλιστα οικονομικής κρίσης. Είναι, όμως, θεμέλιο και προϋπόθεση αποτελεσματικής εφαρμογής πολιτικών - που δεν ήρθαν και δυστυχώς δεν διαφαίνονται - για την επίτευξη των στόχων αυτών.
* Ο Δημήτρης Σπυράκος είναι Διδάκτωρ Νομικής – Δικηγόρος, πρώην Γενικός Γραμματέας Καταναλωτή