Εγκαινιάζοντας τη συνεργασία της με δύο σπουδαίες όπερες της Ιταλίας - την Αρένα της Βερόνας και το Τεάτρο Λα Φενίτσε της Βενετίας -, η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) παρουσιάζει για πρώτη φορά την αριστουργηματική όπερα του Βιντζέντζο Μπελίνι, «Καπουλέτοι και Μοντέκοι».
Ένα από τα σπουδαιότερα έργα του ρομαντικού μπελ κάντο, το οποίο εξιστορεί την τραγωδία των «αιώνιων εραστών» της Βερόνας, του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, η όπερα «Καπουλέτοι και Μοντέκοι», παρουσιάζεται σε μουσική διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού και σκηνοθεσία του διακεκριμένου Γάλλου σκηνοθέτη Αρνώ Μπερνάρ, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, για έξι παραστάσεις, στις 13, 14, 15, 18, 20 και 21 Νοεμβρίου, στις 8 το βράδυ.
Η ολοκλήρωση ήταν τόσο επίπονη, που τον οδήγησε στην τρέλα
Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε το 1830, στο ιστορικό Τεάτρο Λα Φενίτσε της Βενετίας, και σημείωσε εξαιρετική επιτυχία. Το ποιητικό κείμενο του Ρομάνι, που εστιάζει στην τραγωδία του άτυχου έρωτα του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, παρά στον ίδιο τον έρωτα των δύο νέων, δεν βασίστηκε στον Σαίξπηρ, ο οποίος τότε ήταν ελάχιστα γνωστός στην Ιταλία, αλλά στις ίδιες λογοτεχνικές πηγές του 15ου και του 16ου αιώνα, στις οποίες στράφηκε και ο Άγγλος δραματουργός.
Η μουσική γλώσσα του Μπελίνι έχει τα χαρακτηριστικά, για τα οποία ο συνθέτης έγινε διάσημος - οι εμβατηριακοί του ρυθμοί έχουν δύναμη και σφρίγος και η μουσική αναδίδει έναν νοσταλγικό, μελαγχολικό και δίχως αιχμές λυρισμό, χωρίς να επιδιώκει να επιδείξει τα φωνητικά χαρίσματα των τραγουδιστών με σκοπό τον εντυπωσιασμό. Επιθυμία τού συνθέτη ήταν να προκαλέσει αυθόρμητη συγκίνηση στο κοινό. Ο ρόλος του Ρωμαίου γράφτηκε για γυναικεία φωνή, κάτι που, στις αρχές του 19ου αιώνα, ήταν ακόμα συνηθισμένο για αισθητικούς, αλλά και πρακτικούς λόγους. Παρότι οι «Καπουλέτοι και Μοντέκοι» στηρίχτηκαν, κατά μεγάλο μέρος, στην προηγούμενή του όπερα, την «Τζαΐρα», ο συνθέτης ανέφερε σε επιστολή του ότι η ολοκλήρωση του έργου αυτού ήταν τόσο επίπονη, που τον οδήγησε στην τρέλα.
Νοσταλγική διαφάνεια του ονείρου και της ψευδαίσθησης
Με πολυετή εμπειρία στη σκηνοθεσία όπερας, στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του κόσμου, ο Αρνώ Μπερνάρ επέλεξε να αναζητήσει την ελαφράδα της αφήγησης και τη διακριτική και νοσταλγική διαφάνεια του ονείρου και της ψευδαίσθησης, επιχειρώντας να συνδέσει τους ρομαντικούς ήρωες του Μπελίνι με τους θεατές του σήμερα. Σύμφωνα με τη σκηνοθετική του σύλληψη, οι ήρωες του έργου ξεπηδούν μέσα από τους πίνακες ενός Μουσείου με αναγεννησιακά έργα. Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, περιπλανιόμαστε από αίθουσα σε αίθουσα του Μουσείου, ενώ οι ήρωες - φαντάσματα ζωντανεύουν και έρχονται αντιμέτωποι με τους σημερινούς χρήστες του χώρου.
Ο ίδιος εξηγεί για τη σκηνοθετική του γραμμή: «Στηρίχτηκα πάνω στην ακόλουθη σύλληψη: Βρισκόμαστε στο εσωτερικό ενός Μουσείου. Κατά τη συμφωνική εισαγωγή, στο Μουσείο αυτό, το οποίο έχει χτιστεί στην εποχή του Μπελίνι, αλλά είναι όπως το βλέπουμε εμείς σήμερα, γίνονται εκτενείς εργασίες συντήρησης. Οι τεχνικοί ασχολούνται με την προστασία των έργων τέχνης. Τη σύγχυση της ημέρας της πρώτης σκηνής διαδέχεται το ξύπνημα των χαρακτήρων, οι οποίοι βγαίνουν από τους πίνακες αυτήν τη σιωπηλή νύχτα. Ένας καμβάς είναι σκισμένος. Ορισμένοι Καπουλέτοι, ζωγραφισμένοι από κάποιον εξέχοντα ζωγράφο της Αναγέννησης, ζωντανεύουν και αφηγούνται μία ιστορία ωραία και απλή: αυτή των εραστών της Βερόνας.
Σεβόμενος τη δομή της όπερας του Μπελίνι, τρεις σκηνές στην Α΄ Πράξη και τρεις στη δεύτερη, περιπλανιόμαστε στο Μουσείο, από αίθουσα σε αίθουσα, και συναντούμε αυτούς τους χαρακτήρες - φαντάσματα, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με τους σημερινούς χρήστες του χώρου. Συνεπώς, ιστορική διαδρομή, διαδρομή ψυχολογική, διαδρομή προς το μαύρο του θανάτου.
Η σκηνογραφία υποστηρίζει αυτές τις διαδρομές: από το επιδεικτικό χρυσό του μεγαλείου, περνάμε στο ζωηρό κόκκινο των εντάσεων και το τρεμάμενης λάμψης πράσινο του πάθους. Περνάμε μέσα από μυστικούς διαδρόμους και από το ένα δωμάτιο στο επόμενο, χωρίς να σταματάμε τη μουσική, η οποία είναι ο πραγματικός μίτος της Αριάδνης για αυτήν την όπερα: ενώνει τον τόπο, ενώνει τον χρόνο, ενώνει τη δράση».
Ταυτότητα παράστασης
Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός, σκηνοθεσία: Αρνώ Μπερνάρ, σκηνικά: Αλεσάντρο Κάμερα, κοστούμια: Κάρλα Ρικότι, επιμέλεια φωτισμών: Στέλλα Κάλτσου, διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος. Ερμηνεύουν: Καπέλιο: Τάσος Αποστόλου, Ιουλιέτα: Μιχαέλα Μάρκου (13, 15, 20/11) - Έλενα Ξανθουδάκη (14, 18, 21/11), Ρωμαίος: Μαίρη - Έλεν Νέζη (13, 15, 20/11) - Ειρήνη Καράγιαννη (14, 18, 21/11), Τεμπάλντο: Γιάννης Χριστόπουλος (13, 15, 20/11) - Αντώνης Κορωναίος (14, 18, 21/11), Λορέντζο: Πέτρος Μαγουλάς (13, 15, 20/11) - Διονύσης Τσαντίνης (14, 18, 21/11). Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΛΣ. Πληροφορίες
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών - Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη»: Βασ. Σοφίας & Κόκκαλη - Αθήνα, τηλ.: 210 7282000. Τιμές εισιτηρίων: 65, 50, 35, 20, 12 (φοιτητικό - παιδικό) ευρώ. Προπώληση: ταμεία Μεγάρου, εκδοτήρια Μεγάρου: Ομήρου 8 - Αθήνα, ταμεία θεάτρου Ολύμπια: Ακαδημίας 59 - 61, τηλεφωνικά: 210 7282333, 210 3662100, ομαδικές πωλήσεις: 210 3711342, ηλεκτρονικά: megaron.gr και nationalopera.gr.
naftemporiki.gr