Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Βρέχει. Οπου και ν’ απλώσεις το βλέμμα σου, όλα είναι στο χρώμα της βροχής.
«Τα ακραία καιρικά φαινόμενα, οι έντονες βροχοπτώσεις που έπληξαν την Αττική δεν βρήκαν μια απροετοίμαστη πολιτεία... Εχουν δρομολογηθεί σειρά έργων για την αντιπλημμυρική θωράκιση». «
Θα πρέπει και οι πολίτες να συμπεριφέρονται με υπευθυνότητα».
Λιώνουν οι λέξεις. Ρευστές, αφήνονται να σβήσουν, να τις πάρει το ποτάμι, να μη στενοχωρήσουν, να μη δυσαρεστήσουν, να δικαιολογήσουν, να πλύνουν «αδυναμίες που ενδημούν στο σύστημα, κάθε φορά που προκύπτουν τέτοια προβλήματα».
Υγρή θλίψη. Πόσο ακραία ήταν τα καιρικά φαινόμενα; Κατακλυσμός; Θα ήμασταν τότε καλύτερα στα βουνά.
Αλλά αν η κατάρα του καιρού «ξεσπούσε σε κεραυνούς σαν του Δία, ανέμους σαν του Αιόλου, το καταφύγιο θα ήταν να μην έχουμε ανέβει, και η άμυνα να σερνόμαστε στο έδαφος», γράφει ο Πεσόα στο «Βιβλίο της ανησυχίας».
Γράφει κι άλλα για τη σιωπή που βγαίνει από τον ήχο της βροχής και διασκορπίζεται σ’ ένα κρεσέντο αυξημένης μελαγχολίας ή για τη διάσπαρτη πτώση του νερού, που χαράζει με την κίνησή της τη σκοτεινή και άσχημη ατμόσφαιρα, αλλά εκείνο που ταιριάζει εδώ στο Νότο, καθώς οι στάλες κάνουν κρότο, είναι η συσχέτιση τοπίου και κατάστασης.
Λένε ότι «ένα τοπίο είναι μια ψυχική κατάσταση, αλλά αυτή η φράση είναι το ισχνό εύρημα ενός αδύναμου ονειροπόλου... Θα ήταν ορθότερο να πει κανείς ότι μια ψυχική κατάσταση είναι ένα τοπίο, διότι υπάρχει το πλεονέκτημα ότι η φράση δεν περιέχει το ψεύδος μιας θεωρίας, αλλά απλώς την αλήθεια μιας μεταφοράς».
Αντικαταστήστε την «ψυχική» με την «κοινωνικοπολιτική» κατάσταση και θα αναδυθεί το ελληνικό τοπίο, όπου η πρώτη βροχή σκορπάει ταραχή.
Κάθε φορά κάτι τρέχει. Δε φταις εσύ, δε φταίει κανείς, ρωτάς το κράτος πού προστρέχει, το ίδιο κράτος που χαρές σου έχει, όταν απέχει...